헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μικροπρεπής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μικροπρεπής μικροπρεπές

형태분석: μικροπρεπη (어간) + ς (어미)

어원: pre/pw

  1. 던지러운, 비열한, 비참한, 불쌍한
  1. petty in one's notions, mean, shabby

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 μικροπρεπής

던지러운 (이)가

μικρόπρεπες

던지러운 (것)가

속격 μικροπρεπούς

던지러운 (이)의

μικροπρέπους

던지러운 (것)의

여격 μικροπρεπεί

던지러운 (이)에게

μικροπρέπει

던지러운 (것)에게

대격 μικροπρεπή

던지러운 (이)를

μικρόπρεπες

던지러운 (것)를

호격 μικροπρεπές

던지러운 (이)야

μικρόπρεπες

던지러운 (것)야

쌍수주/대/호 μικροπρεπεί

던지러운 (이)들이

μικροπρέπει

던지러운 (것)들이

속/여 μικροπρεποίν

던지러운 (이)들의

μικροπρέποιν

던지러운 (것)들의

복수주격 μικροπρεπείς

던지러운 (이)들이

μικροπρέπη

던지러운 (것)들이

속격 μικροπρεπών

던지러운 (이)들의

μικροπρέπων

던지러운 (것)들의

여격 μικροπρεπέσιν*

던지러운 (이)들에게

μικροπρέπεσιν*

던지러운 (것)들에게

대격 μικροπρεπείς

던지러운 (이)들을

μικροπρέπη

던지러운 (것)들을

호격 μικροπρεπείς

던지러운 (이)들아

μικροπρέπη

던지러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ μὲν γὰρ ἄλλα οὕτωσ αἰσχρά ἐστιν, ὥστε ὀκνῶ λέγειν, ἃ περὶ τῆσ νομῆσ τῶν κρεῶν αἰτιῶνται καὶ τῶν διακόνων, ὑμῖν μὲν παρεστώτων, ἔστ̓ ἂν ὑπερεμφορηθῆτε, ἐκείνουσ δὲ παραθεόντων, καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα μικροπρεπῆ καὶ ἥκιστα ἐλευθέροισ πρέποντα. (Lucian, Saturnalia, letter 3 2:6)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 3 2:6)

  • ὁ δ’ αὖ ταπεινότεροσ ἢ κατὰ τὴν δύναμιν ἀξιῶν φαίνεσθαι καὶ συστέλλων ἑαυτὸν ἐπίτηδεσ εἰσ τοὔλαττον ἑκὼν καὶ προχειρότεροσ ἐξαρνεῖσθαι τὰ ὄντα ἢ ὁμολογεῖν οὐ μάλα ἐν ἐλευθέροισ ἐστὶν, ἢ κἂν εἰ μικροπρεπῆ καὶ γλίσχρον καὶ τοῦ κέρδουσ ἥττω καλοίησ, τυγχάνοισ ἂν μᾶλλον τοῦ προσήκοντοσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 3:8)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 3:8)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION