Ancient Greek-English Dictionary Language

μιαίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μιαίνω

Structure: μιαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to stain, dye, violaverit ostro si quis ebur)
  2. to stain, defile, sully
  3. to taint, defile, to incur such defilement

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μιαίνω μιαίνεις μιαίνει
Dual μιαίνετον μιαίνετον
Plural μιαίνομεν μιαίνετε μιαίνουσιν*
SubjunctiveSingular μιαίνω μιαίνῃς μιαίνῃ
Dual μιαίνητον μιαίνητον
Plural μιαίνωμεν μιαίνητε μιαίνωσιν*
OptativeSingular μιαίνοιμι μιαίνοις μιαίνοι
Dual μιαίνοιτον μιαινοίτην
Plural μιαίνοιμεν μιαίνοιτε μιαίνοιεν
ImperativeSingular μίαινε μιαινέτω
Dual μιαίνετον μιαινέτων
Plural μιαίνετε μιαινόντων, μιαινέτωσαν
Infinitive μιαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μιαινων μιαινοντος μιαινουσα μιαινουσης μιαινον μιαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μιαίνομαι μιαίνει, μιαίνῃ μιαίνεται
Dual μιαίνεσθον μιαίνεσθον
Plural μιαινόμεθα μιαίνεσθε μιαίνονται
SubjunctiveSingular μιαίνωμαι μιαίνῃ μιαίνηται
Dual μιαίνησθον μιαίνησθον
Plural μιαινώμεθα μιαίνησθε μιαίνωνται
OptativeSingular μιαινοίμην μιαίνοιο μιαίνοιτο
Dual μιαίνοισθον μιαινοίσθην
Plural μιαινοίμεθα μιαίνοισθε μιαίνοιντο
ImperativeSingular μιαίνου μιαινέσθω
Dual μιαίνεσθον μιαινέσθων
Plural μιαίνεσθε μιαινέσθων, μιαινέσθωσαν
Infinitive μιαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μιαινομενος μιαινομενου μιαινομενη μιαινομενης μιαινομενον μιαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to stain

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION