헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μηχανορραφέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μηχανορραφέω

형태분석: μηχανορραφέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from mhxanorra/fos

  1. to form crafty plans

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μηχανορράφω

μηχανορράφεις

μηχανορράφει

쌍수 μηχανορράφειτον

μηχανορράφειτον

복수 μηχανορράφουμεν

μηχανορράφειτε

μηχανορράφουσιν*

접속법단수 μηχανορράφω

μηχανορράφῃς

μηχανορράφῃ

쌍수 μηχανορράφητον

μηχανορράφητον

복수 μηχανορράφωμεν

μηχανορράφητε

μηχανορράφωσιν*

기원법단수 μηχανορράφοιμι

μηχανορράφοις

μηχανορράφοι

쌍수 μηχανορράφοιτον

μηχανορραφοίτην

복수 μηχανορράφοιμεν

μηχανορράφοιτε

μηχανορράφοιεν

명령법단수 μηχανορρᾶφει

μηχανορραφεῖτω

쌍수 μηχανορράφειτον

μηχανορραφεῖτων

복수 μηχανορράφειτε

μηχανορραφοῦντων, μηχανορραφεῖτωσαν

부정사 μηχανορράφειν

분사 남성여성중성
μηχανορραφων

μηχανορραφουντος

μηχανορραφουσα

μηχανορραφουσης

μηχανορραφουν

μηχανορραφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μηχανορράφουμαι

μηχανορράφει, μηχανορράφῃ

μηχανορράφειται

쌍수 μηχανορράφεισθον

μηχανορράφεισθον

복수 μηχανορραφοῦμεθα

μηχανορράφεισθε

μηχανορράφουνται

접속법단수 μηχανορράφωμαι

μηχανορράφῃ

μηχανορράφηται

쌍수 μηχανορράφησθον

μηχανορράφησθον

복수 μηχανορραφώμεθα

μηχανορράφησθε

μηχανορράφωνται

기원법단수 μηχανορραφοίμην

μηχανορράφοιο

μηχανορράφοιτο

쌍수 μηχανορράφοισθον

μηχανορραφοίσθην

복수 μηχανορραφοίμεθα

μηχανορράφοισθε

μηχανορράφοιντο

명령법단수 μηχανορράφου

μηχανορραφεῖσθω

쌍수 μηχανορράφεισθον

μηχανορραφεῖσθων

복수 μηχανορράφεισθε

μηχανορραφεῖσθων, μηχανορραφεῖσθωσαν

부정사 μηχανορράφεισθαι

분사 남성여성중성
μηχανορραφουμενος

μηχανορραφουμενου

μηχανορραφουμενη

μηχανορραφουμενης

μηχανορραφουμενον

μηχανορραφουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to form crafty plans

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION