헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μηλοφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μηλοφορέω

형태분석: μηλοφορέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from mhlofo/ros

  1. to carry apples

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μηλοφόρω

μηλοφόρεις

μηλοφόρει

쌍수 μηλοφόρειτον

μηλοφόρειτον

복수 μηλοφόρουμεν

μηλοφόρειτε

μηλοφόρουσιν*

접속법단수 μηλοφόρω

μηλοφόρῃς

μηλοφόρῃ

쌍수 μηλοφόρητον

μηλοφόρητον

복수 μηλοφόρωμεν

μηλοφόρητε

μηλοφόρωσιν*

기원법단수 μηλοφόροιμι

μηλοφόροις

μηλοφόροι

쌍수 μηλοφόροιτον

μηλοφοροίτην

복수 μηλοφόροιμεν

μηλοφόροιτε

μηλοφόροιεν

명령법단수 μηλοφο͂ρει

μηλοφορεῖτω

쌍수 μηλοφόρειτον

μηλοφορεῖτων

복수 μηλοφόρειτε

μηλοφοροῦντων, μηλοφορεῖτωσαν

부정사 μηλοφόρειν

분사 남성여성중성
μηλοφορων

μηλοφορουντος

μηλοφορουσα

μηλοφορουσης

μηλοφορουν

μηλοφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μηλοφόρουμαι

μηλοφόρει, μηλοφόρῃ

μηλοφόρειται

쌍수 μηλοφόρεισθον

μηλοφόρεισθον

복수 μηλοφοροῦμεθα

μηλοφόρεισθε

μηλοφόρουνται

접속법단수 μηλοφόρωμαι

μηλοφόρῃ

μηλοφόρηται

쌍수 μηλοφόρησθον

μηλοφόρησθον

복수 μηλοφορώμεθα

μηλοφόρησθε

μηλοφόρωνται

기원법단수 μηλοφοροίμην

μηλοφόροιο

μηλοφόροιτο

쌍수 μηλοφόροισθον

μηλοφοροίσθην

복수 μηλοφοροίμεθα

μηλοφόροισθε

μηλοφόροιντο

명령법단수 μηλοφόρου

μηλοφορεῖσθω

쌍수 μηλοφόρεισθον

μηλοφορεῖσθων

복수 μηλοφόρεισθε

μηλοφορεῖσθων, μηλοφορεῖσθωσαν

부정사 μηλοφόρεισθαι

분사 남성여성중성
μηλοφορουμενος

μηλοφορουμενου

μηλοφορουμενη

μηλοφορουμενης

μηλοφορουμενον

μηλοφορουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION