헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταδρομή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταδρομή

형태분석: μεταδρομ (어간) + η (어미)

  1. 기술, 추격, 추적
  1. a running after, pursuit

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μεταδρομή

기술이

μεταδρομᾱ́

기술들이

μεταδρομαί

기술들이

속격 μεταδρομῆς

기술의

μεταδρομαῖν

기술들의

μεταδρομῶν

기술들의

여격 μεταδρομῇ

기술에게

μεταδρομαῖν

기술들에게

μεταδρομαῖς

기술들에게

대격 μεταδρομήν

기술을

μεταδρομᾱ́

기술들을

μεταδρομᾱ́ς

기술들을

호격 μεταδρομή

기술아

μεταδρομᾱ́

기술들아

μεταδρομαί

기술들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸσ δὲ τοῖσ ἄλλοισ κελεύσμασιν, ἐὰν ὦσιν ἐν ὄρει αἱ μεταδρομαί, ἐπικελεύειν τόδε, Εὐᾶ κύνεσ, εὖ’ ὦ κύνεσ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 6 23:2)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 6 23:2)

  • ἐὰν δὲ τραχεῖσ τόπουσ διαπερᾷ, αἱ πέτραι ἕξουσι τὸν φλοιὸν τοῦ ξύλου ἀφηρπασμένον καὶ κατὰ τοῦτο ῥᾴουσ αἱ μεταδρομαὶ ἔσονται. (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 20:4)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 9 20:4)

  • ἵστανται δὲ αἱ ποδοστράβαι αὐτοῖσ ὥσπερ ταῖσ ἐλάφοισ ἐν τοῖσ αὐτοῖσ τόποισ, καὶ ἐπισκέψεισ αἱ αὐταὶ καὶ μεταδρομαὶ καὶ αἱ πρόσοδοι καὶ αἱ χρεῖαι τοῦ προβολίου. (Xenophon, Minor Works, , chapter 10 26:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 10 26:1)

유의어

  1. 기술

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION