Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταδιαιτάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μεταδιαιτάω μεταδιαιτήσω

Structure: μετα (Prefix) + διαιτά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to change one's way of life

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταδιαίτω μεταδιαίτᾳς μεταδιαίτᾳ
Dual μεταδιαίτᾱτον μεταδιαίτᾱτον
Plural μεταδιαίτωμεν μεταδιαίτᾱτε μεταδιαίτωσιν*
SubjunctiveSingular μεταδιαίτω μεταδιαίτῃς μεταδιαίτῃ
Dual μεταδιαίτητον μεταδιαίτητον
Plural μεταδιαίτωμεν μεταδιαίτητε μεταδιαίτωσιν*
OptativeSingular μεταδιαίτῳμι μεταδιαίτῳς μεταδιαίτῳ
Dual μεταδιαίτῳτον μεταδιαιτῷτην
Plural μεταδιαίτῳμεν μεταδιαίτῳτε μεταδιαίτῳεν
ImperativeSingular μεταδιαῖτᾱ μεταδιαιτᾶτω
Dual μεταδιαίτᾱτον μεταδιαιτᾶτων
Plural μεταδιαίτᾱτε μεταδιαιτῶντων, μεταδιαιτᾶτωσαν
Infinitive μεταδιαίτᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταδιαιτων μεταδιαιτωντος μεταδιαιτωσα μεταδιαιτωσης μεταδιαιτων μεταδιαιτωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταδιαίτωμαι μεταδιαίτᾳ μεταδιαίτᾱται
Dual μεταδιαίτᾱσθον μεταδιαίτᾱσθον
Plural μεταδιαιτῶμεθα μεταδιαίτᾱσθε μεταδιαίτωνται
SubjunctiveSingular μεταδιαίτωμαι μεταδιαίτῃ μεταδιαίτηται
Dual μεταδιαίτησθον μεταδιαίτησθον
Plural μεταδιαιτώμεθα μεταδιαίτησθε μεταδιαίτωνται
OptativeSingular μεταδιαιτῷμην μεταδιαίτῳο μεταδιαίτῳτο
Dual μεταδιαίτῳσθον μεταδιαιτῷσθην
Plural μεταδιαιτῷμεθα μεταδιαίτῳσθε μεταδιαίτῳντο
ImperativeSingular μεταδιαίτω μεταδιαιτᾶσθω
Dual μεταδιαίτᾱσθον μεταδιαιτᾶσθων
Plural μεταδιαίτᾱσθε μεταδιαιτᾶσθων, μεταδιαιτᾶσθωσαν
Infinitive μεταδιαίτᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταδιαιτωμενος μεταδιαιτωμενου μεταδιαιτωμενη μεταδιαιτωμενης μεταδιαιτωμενον μεταδιαιτωμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταδιαιτήσω μεταδιαιτήσεις μεταδιαιτήσει
Dual μεταδιαιτήσετον μεταδιαιτήσετον
Plural μεταδιαιτήσομεν μεταδιαιτήσετε μεταδιαιτήσουσιν*
OptativeSingular μεταδιαιτήσοιμι μεταδιαιτήσοις μεταδιαιτήσοι
Dual μεταδιαιτήσοιτον μεταδιαιτησοίτην
Plural μεταδιαιτήσοιμεν μεταδιαιτήσοιτε μεταδιαιτήσοιεν
Infinitive μεταδιαιτήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταδιαιτησων μεταδιαιτησοντος μεταδιαιτησουσα μεταδιαιτησουσης μεταδιαιτησον μεταδιαιτησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταδιαιτήσομαι μεταδιαιτήσει, μεταδιαιτήσῃ μεταδιαιτήσεται
Dual μεταδιαιτήσεσθον μεταδιαιτήσεσθον
Plural μεταδιαιτησόμεθα μεταδιαιτήσεσθε μεταδιαιτήσονται
OptativeSingular μεταδιαιτησοίμην μεταδιαιτήσοιο μεταδιαιτήσοιτο
Dual μεταδιαιτήσοισθον μεταδιαιτησοίσθην
Plural μεταδιαιτησοίμεθα μεταδιαιτήσοισθε μεταδιαιτήσοιντο
Infinitive μεταδιαιτήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταδιαιτησομενος μεταδιαιτησομενου μεταδιαιτησομενη μεταδιαιτησομενης μεταδιαιτησομενον μεταδιαιτησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to change one's way of life

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION