Ancient Greek-English Dictionary Language

μερίτης

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: μερίτης μερίτου

Structure: μεριτ (Stem) + ης (Ending)

Etym.: meri/s

Sense

  1. a partaker in

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • "ενιμϝερο σι ρεξολερε ϝελιτισ ϝετυστα ιλλα προδιγια, νερονεσ διξο ετ ηελιογαβαλοσ ετ ξομμοδοσ, σευ ποτιυσ σεμπερ ινξομμοδοσ, ξερτε νον ηομινυμ μαγισ ϝιτια ιλλα θυαμ αετατυμ φυερυντ, δι αϝερταντ πρινξιπεσ πυεροσ ετ πατρεσ πατριαε διξι ιμπυβερεσ ετ θυιβυσ αδ συβσξριβενδυμ μαγιστρι λιττεραριι μανυσ τενεαντ, θυοσ αδ ξονσυλατυσ δανδοσ δυλξια ετ ξιρξυλι ετ θυαεξυμθυε ϝολυπτασ πυεριλισ ινϝιτετ, θυαε ̔μαλυμ̓ ρατιο εστ ηαβερε ιμπερατορεμ, θυι φαμαμ ξυραρε νον νοϝεριτ, θυι θυιδ σιτ ρεσ πυβλιξα νεσξιατ, νυτριτορεμ τιμεατ, ρεσπιξιατ αδ νυτριξεμ, ϝιργαρυμ μαγιστραλιυμ ιξτιβυσ τερροριθυε συβιαξεατ, φαξιατ εοσ ξονσυλεσ, δυξεσ, ιυδιξεσ θυορυμ ϝιταμ, μεριτα, αετατεσ, φαμιλιασ, γεστα νον νοριτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, tacitus, chapter 6 1:8)
  • "τε θυαεσο, φιλι ξαρισσιμε, υτ ευμ ιυϝενεμ, θυεμ ιμιταρι πυερισ ομνιβυσ ϝολο, ιν ταντο ηαβεασ ηονορε θυαντυμ ϝιρτυτεσ ειυσ ετ μεριτα προ δεβιτο μεντισ σπλενδορε δεσιδεραντ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, probus, chapter 4 1:3)

Synonyms

  1. a partaker in

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION