헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεριμνάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεριμνάω μεριμνήσω

형태분석: μεριμνά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 돌보다, 조심하다, 보살피다, 양육하다, 확실히하다, 찾다, 자상히 돌보다, 기르다
  1. to care for, be anxious about, think earnestly upon, scan minutely, to be cumbered with, cares, to be careful

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεριμνῶ

(나는) 돌본다

μεριμνᾷς

(너는) 돌본다

μεριμνᾷ

(그는) 돌본다

쌍수 μεριμνᾶτον

(너희 둘은) 돌본다

μεριμνᾶτον

(그 둘은) 돌본다

복수 μεριμνῶμεν

(우리는) 돌본다

μεριμνᾶτε

(너희는) 돌본다

μεριμνῶσιν*

(그들은) 돌본다

접속법단수 μεριμνῶ

(나는) 돌보자

μεριμνῇς

(너는) 돌보자

μεριμνῇ

(그는) 돌보자

쌍수 μεριμνῆτον

(너희 둘은) 돌보자

μεριμνῆτον

(그 둘은) 돌보자

복수 μεριμνῶμεν

(우리는) 돌보자

μεριμνῆτε

(너희는) 돌보자

μεριμνῶσιν*

(그들은) 돌보자

기원법단수 μεριμνῷμι

(나는) 돌보기를 (바라다)

μεριμνῷς

(너는) 돌보기를 (바라다)

μεριμνῷ

(그는) 돌보기를 (바라다)

쌍수 μεριμνῷτον

(너희 둘은) 돌보기를 (바라다)

μεριμνῴτην

(그 둘은) 돌보기를 (바라다)

복수 μεριμνῷμεν

(우리는) 돌보기를 (바라다)

μεριμνῷτε

(너희는) 돌보기를 (바라다)

μεριμνῷεν

(그들은) 돌보기를 (바라다)

명령법단수 μερίμνᾱ

(너는) 돌봐라

μεριμνᾱ́τω

(그는) 돌봐라

쌍수 μεριμνᾶτον

(너희 둘은) 돌봐라

μεριμνᾱ́των

(그 둘은) 돌봐라

복수 μεριμνᾶτε

(너희는) 돌봐라

μεριμνώντων, μεριμνᾱ́τωσαν

(그들은) 돌봐라

부정사 μεριμνᾶν

돌보는 것

분사 남성여성중성
μεριμνων

μεριμνωντος

μεριμνωσα

μεριμνωσης

μεριμνων

μεριμνωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεριμνῶμαι

(나는) 돌보여진다

μεριμνᾷ

(너는) 돌보여진다

μεριμνᾶται

(그는) 돌보여진다

쌍수 μεριμνᾶσθον

(너희 둘은) 돌보여진다

μεριμνᾶσθον

(그 둘은) 돌보여진다

복수 μεριμνώμεθα

(우리는) 돌보여진다

μεριμνᾶσθε

(너희는) 돌보여진다

μεριμνῶνται

(그들은) 돌보여진다

접속법단수 μεριμνῶμαι

(나는) 돌보여지자

μεριμνῇ

(너는) 돌보여지자

μεριμνῆται

(그는) 돌보여지자

쌍수 μεριμνῆσθον

(너희 둘은) 돌보여지자

μεριμνῆσθον

(그 둘은) 돌보여지자

복수 μεριμνώμεθα

(우리는) 돌보여지자

μεριμνῆσθε

(너희는) 돌보여지자

μεριμνῶνται

(그들은) 돌보여지자

기원법단수 μεριμνῴμην

(나는) 돌보여지기를 (바라다)

μεριμνῷο

(너는) 돌보여지기를 (바라다)

μεριμνῷτο

(그는) 돌보여지기를 (바라다)

쌍수 μεριμνῷσθον

(너희 둘은) 돌보여지기를 (바라다)

μεριμνῴσθην

(그 둘은) 돌보여지기를 (바라다)

복수 μεριμνῴμεθα

(우리는) 돌보여지기를 (바라다)

μεριμνῷσθε

(너희는) 돌보여지기를 (바라다)

μεριμνῷντο

(그들은) 돌보여지기를 (바라다)

명령법단수 μεριμνῶ

(너는) 돌보여져라

μεριμνᾱ́σθω

(그는) 돌보여져라

쌍수 μεριμνᾶσθον

(너희 둘은) 돌보여져라

μεριμνᾱ́σθων

(그 둘은) 돌보여져라

복수 μεριμνᾶσθε

(너희는) 돌보여져라

μεριμνᾱ́σθων, μεριμνᾱ́σθωσαν

(그들은) 돌보여져라

부정사 μεριμνᾶσθαι

돌보여지는 것

분사 남성여성중성
μεριμνωμενος

μεριμνωμενου

μεριμνωμενη

μεριμνωμενης

μεριμνωμενον

μεριμνωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεριμνήσω

(나는) 돌보겠다

μεριμνήσεις

(너는) 돌보겠다

μεριμνήσει

(그는) 돌보겠다

쌍수 μεριμνήσετον

(너희 둘은) 돌보겠다

μεριμνήσετον

(그 둘은) 돌보겠다

복수 μεριμνήσομεν

(우리는) 돌보겠다

μεριμνήσετε

(너희는) 돌보겠다

μεριμνήσουσιν*

(그들은) 돌보겠다

기원법단수 μεριμνήσοιμι

(나는) 돌보겠기를 (바라다)

μεριμνήσοις

(너는) 돌보겠기를 (바라다)

μεριμνήσοι

(그는) 돌보겠기를 (바라다)

쌍수 μεριμνήσοιτον

(너희 둘은) 돌보겠기를 (바라다)

μεριμνησοίτην

(그 둘은) 돌보겠기를 (바라다)

복수 μεριμνήσοιμεν

(우리는) 돌보겠기를 (바라다)

μεριμνήσοιτε

(너희는) 돌보겠기를 (바라다)

μεριμνήσοιεν

(그들은) 돌보겠기를 (바라다)

부정사 μεριμνήσειν

돌볼 것

분사 남성여성중성
μεριμνησων

μεριμνησοντος

μεριμνησουσα

μεριμνησουσης

μεριμνησον

μεριμνησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεριμνήσομαι

(나는) 돌보여지겠다

μεριμνήσει, μεριμνήσῃ

(너는) 돌보여지겠다

μεριμνήσεται

(그는) 돌보여지겠다

쌍수 μεριμνήσεσθον

(너희 둘은) 돌보여지겠다

μεριμνήσεσθον

(그 둘은) 돌보여지겠다

복수 μεριμνησόμεθα

(우리는) 돌보여지겠다

μεριμνήσεσθε

(너희는) 돌보여지겠다

μεριμνήσονται

(그들은) 돌보여지겠다

기원법단수 μεριμνησοίμην

(나는) 돌보여지겠기를 (바라다)

μεριμνήσοιο

(너는) 돌보여지겠기를 (바라다)

μεριμνήσοιτο

(그는) 돌보여지겠기를 (바라다)

쌍수 μεριμνήσοισθον

(너희 둘은) 돌보여지겠기를 (바라다)

μεριμνησοίσθην

(그 둘은) 돌보여지겠기를 (바라다)

복수 μεριμνησοίμεθα

(우리는) 돌보여지겠기를 (바라다)

μεριμνήσοισθε

(너희는) 돌보여지겠기를 (바라다)

μεριμνήσοιντο

(그들은) 돌보여지겠기를 (바라다)

부정사 μεριμνήσεσθαι

돌보여질 것

분사 남성여성중성
μεριμνησομενος

μεριμνησομενου

μεριμνησομενη

μεριμνησομενης

μεριμνησομενον

μεριμνησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμερίμνων

(나는) 돌보고 있었다

ἐμερίμνᾱς

(너는) 돌보고 있었다

ἐμερίμνᾱν*

(그는) 돌보고 있었다

쌍수 ἐμεριμνᾶτον

(너희 둘은) 돌보고 있었다

ἐμεριμνᾱ́την

(그 둘은) 돌보고 있었다

복수 ἐμεριμνῶμεν

(우리는) 돌보고 있었다

ἐμεριμνᾶτε

(너희는) 돌보고 있었다

ἐμερίμνων

(그들은) 돌보고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμεριμνώμην

(나는) 돌보여지고 있었다

ἐμεριμνῶ

(너는) 돌보여지고 있었다

ἐμεριμνᾶτο

(그는) 돌보여지고 있었다

쌍수 ἐμεριμνᾶσθον

(너희 둘은) 돌보여지고 있었다

ἐμεριμνᾱ́σθην

(그 둘은) 돌보여지고 있었다

복수 ἐμεριμνώμεθα

(우리는) 돌보여지고 있었다

ἐμεριμνᾶσθε

(너희는) 돌보여지고 있었다

ἐμεριμνῶντο

(그들은) 돌보여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆσ ἁμαρτίασ μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 37:19)

    (70인역 성경, 시편 37:19)

  • καὶ ἐπαφήσω τὸν θυμόν μου ἐπὶ σέ, καὶ ἐξαρθήσεται ὁ ζῆλόσ μου ἐκ σοῦ, καὶ ἀναπαύσομαι καὶ σὺ μὴ μεριμνήσω οὐκέτι. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 16:42)

    (70인역 성경, 에제키엘서 16:42)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION