Ancient Greek-English Dictionary Language

μεγαλοπραγμοσύνη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεγαλοπραγμοσύνη

Structure: μεγαλοπραγμοσυν (Stem) + η (Ending)

Etym.: from megalopra/gmwn

Sense

  1. the disposition to do great things, magnificence

Examples

  • καὶ μὴν οὐκ ἔστιν ἀρετῆσ γυναικείασ καὶ ἀνδρείασ ὁμοιότητα καὶ διαφορὰν ἂλλοθεν καταμαθεῖν μᾶλλον, ἢ βίουσ βίοισ καὶ πράξεσι πράξεισ ὥσπερ ἔργα μεγάλησ τέχνησ παρατιθέντασ ἅμα καὶ σκοποῦντασ, εἰ τὸν αὐτὸν ἔχει χαρακτῆρα καὶ τύπον ἡ Σεμιράμεωσ μεγαλοπραγμοσύνη τῇ Σεσώστριοσ ἢ ἡ Τανακυλλίδοσ σύνεσισ τῇ Σερουίου τοῦ βασιλέωσ, ἢ τὸ Πορκίασ φρόνημα τῷ Βρούτου καὶ τὸ Πελοπίδου τῷ Τιμοκλείασ, κατὰ τὴν κυριωτάτην κοινότητα καὶ δύναμιν· (Plutarch, Mulierum virtutes, 3:5)
  • παρατιθέντασ ἅμα καὶ σκοποῦντασ, εἰ τὸν αὐτὸν ἔχει χαρακτῆρα καὶ τύπον ἡ Σεμιράμεωσ μεγαλοπραγμοσύνη τῇ Σεσώστριοσ ἢ ἡ Τανακυλλίδοσ σύνεσισ τῇ Σερουίου τοῦ βασιλέωσ, ἢ τὸ Πορκίασ φρόνημα τῷ Βρούτου καὶ τὸ Πελοπίδου τῷ Τιμοκλείασ, κατὰ τὴν κυριωτάτην κοινότητα καὶ δύναμιν· (Plutarch, Mulierum virtutes, chapter 0 12:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION