- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαστιχάω?

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: mastichaō 고전 발음: [띠카오:] 신약 발음: [띠카오]

기본형: μαστιχάω

형태분석: μαστιχά (어간) + ω (인칭어미)

어원: μαστάξ

  1. I grind the teeth.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαστίχω

μαστίχᾳς

μαστίχᾳ

쌍수 μαστίχατον

μαστίχατον

복수 μαστίχωμεν

μαστίχατε

μαστίχωσι(ν)

접속법단수 μαστίχω

μαστίχῃς

μαστίχῃ

쌍수 μαστίχητον

μαστίχητον

복수 μαστίχωμεν

μαστίχητε

μαστίχωσι(ν)

기원법단수 μαστίχῳμι

μαστίχῳς

μαστίχῳ

쌍수 μαστίχῳτον

μαστιχῷτην

복수 μαστίχῳμεν

μαστίχῳτε

μαστίχῳεν

명령법단수 μαστῖχα

μαστιχᾶτω

쌍수 μαστίχατον

μαστιχᾶτων

복수 μαστίχατε

μαστιχῶντων, μαστιχᾶτωσαν

부정사 μαστίχαν

분사 남성여성중성
μαστιχων

μαστιχωντος

μαστιχωσα

μαστιχωσης

μαστιχων

μαστιχωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαστίχωμαι

μαστίχᾳ

μαστίχαται

쌍수 μαστίχασθον

μαστίχασθον

복수 μαστιχῶμεθα

μαστίχασθε

μαστίχωνται

접속법단수 μαστίχωμαι

μαστίχῃ

μαστίχηται

쌍수 μαστίχησθον

μαστίχησθον

복수 μαστιχώμεθα

μαστίχησθε

μαστίχωνται

기원법단수 μαστιχῷμην

μαστίχῳο

μαστίχῳτο

쌍수 μαστίχῳσθον

μαστιχῷσθην

복수 μαστιχῷμεθα

μαστίχῳσθε

μαστίχῳντο

명령법단수 μαστίχω

μαστιχᾶσθω

쌍수 μαστίχασθον

μαστιχᾶσθων

복수 μαστίχασθε

μαστιχᾶσθων, μαστιχᾶσθωσαν

부정사 μαστίχασθαι

분사 남성여성중성
μαστιχωμενος

μαστιχωμενου

μαστιχωμενη

μαστιχωμενης

μαστιχωμενον

μαστιχωμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. I grind the teeth

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION