μαστιγοφόρος?
명사;
자동번역
로마알파벳 전사: mastīgophoros
고전 발음: [마스띠:고포로스]
신약 발음: [마스띠고포로스]
기본형:
μαστιγοφόρος
뜻
- 경찰관
- a policeman, especially at the Games
- (generally) of attendants on officials
- προσελθὼν δὴ τῶν ἀθλητῶν ἕκαστος προσευξάμενος τῷ Διὶ καθεὶς τὴν χεῖρα ἐς τὴν κάλπιν ἀνασπᾷ τῶν κλήρων ἕνα καὶ μετ᾿ ἐκεῖνον ἕτερος, καὶ παρεστὼς μαστιγοφόρος ἑκάστῳ ἀνέχει αὐτοῦ τὴν χεῖρα οὐ παρέχων ἀναγνῶναι ὅ τι τὸ γράμμα ἐστὶν ὃ ἀνέσπακεν. (Lucian, 85:1)
(루키아노스, 85:1)
유의어
-
of attendants on officials