헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μαθητεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μαθητεύω μαθητεύσω

형태분석: μαθητεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from maqhth/s

  1. 있다, 돌보다, 함께하다
  2. 지도하다, 알리다, 가르치다
  1. to be pupil, to
  2. to make a disciple of, instruct

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαθητεύω

(나는) 있는다

μαθητεύεις

(너는) 있는다

μαθητεύει

(그는) 있는다

쌍수 μαθητεύετον

(너희 둘은) 있는다

μαθητεύετον

(그 둘은) 있는다

복수 μαθητεύομεν

(우리는) 있는다

μαθητεύετε

(너희는) 있는다

μαθητεύουσιν*

(그들은) 있는다

접속법단수 μαθητεύω

(나는) 있자

μαθητεύῃς

(너는) 있자

μαθητεύῃ

(그는) 있자

쌍수 μαθητεύητον

(너희 둘은) 있자

μαθητεύητον

(그 둘은) 있자

복수 μαθητεύωμεν

(우리는) 있자

μαθητεύητε

(너희는) 있자

μαθητεύωσιν*

(그들은) 있자

기원법단수 μαθητεύοιμι

(나는) 있기를 (바라다)

μαθητεύοις

(너는) 있기를 (바라다)

μαθητεύοι

(그는) 있기를 (바라다)

쌍수 μαθητεύοιτον

(너희 둘은) 있기를 (바라다)

μαθητευοίτην

(그 둘은) 있기를 (바라다)

복수 μαθητεύοιμεν

(우리는) 있기를 (바라다)

μαθητεύοιτε

(너희는) 있기를 (바라다)

μαθητεύοιεν

(그들은) 있기를 (바라다)

명령법단수 μαθήτευε

(너는) 있어라

μαθητευέτω

(그는) 있어라

쌍수 μαθητεύετον

(너희 둘은) 있어라

μαθητευέτων

(그 둘은) 있어라

복수 μαθητεύετε

(너희는) 있어라

μαθητευόντων, μαθητευέτωσαν

(그들은) 있어라

부정사 μαθητεύειν

있는 것

분사 남성여성중성
μαθητευων

μαθητευοντος

μαθητευουσα

μαθητευουσης

μαθητευον

μαθητευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαθητεύομαι

μαθητεύει, μαθητεύῃ

μαθητεύεται

쌍수 μαθητεύεσθον

μαθητεύεσθον

복수 μαθητευόμεθα

μαθητεύεσθε

μαθητεύονται

접속법단수 μαθητεύωμαι

μαθητεύῃ

μαθητεύηται

쌍수 μαθητεύησθον

μαθητεύησθον

복수 μαθητευώμεθα

μαθητεύησθε

μαθητεύωνται

기원법단수 μαθητευοίμην

μαθητεύοιο

μαθητεύοιτο

쌍수 μαθητεύοισθον

μαθητευοίσθην

복수 μαθητευοίμεθα

μαθητεύοισθε

μαθητεύοιντο

명령법단수 μαθητεύου

μαθητευέσθω

쌍수 μαθητεύεσθον

μαθητευέσθων

복수 μαθητεύεσθε

μαθητευέσθων, μαθητευέσθωσαν

부정사 μαθητεύεσθαι

분사 남성여성중성
μαθητευομενος

μαθητευομενου

μαθητευομενη

μαθητευομενης

μαθητευομενον

μαθητευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαθητεύσω

(나는) 있겠다

μαθητεύσεις

(너는) 있겠다

μαθητεύσει

(그는) 있겠다

쌍수 μαθητεύσετον

(너희 둘은) 있겠다

μαθητεύσετον

(그 둘은) 있겠다

복수 μαθητεύσομεν

(우리는) 있겠다

μαθητεύσετε

(너희는) 있겠다

μαθητεύσουσιν*

(그들은) 있겠다

기원법단수 μαθητεύσοιμι

(나는) 있겠기를 (바라다)

μαθητεύσοις

(너는) 있겠기를 (바라다)

μαθητεύσοι

(그는) 있겠기를 (바라다)

쌍수 μαθητεύσοιτον

(너희 둘은) 있겠기를 (바라다)

μαθητευσοίτην

(그 둘은) 있겠기를 (바라다)

복수 μαθητεύσοιμεν

(우리는) 있겠기를 (바라다)

μαθητεύσοιτε

(너희는) 있겠기를 (바라다)

μαθητεύσοιεν

(그들은) 있겠기를 (바라다)

부정사 μαθητεύσειν

있을 것

분사 남성여성중성
μαθητευσων

μαθητευσοντος

μαθητευσουσα

μαθητευσουσης

μαθητευσον

μαθητευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μαθητεύσομαι

μαθητεύσει, μαθητεύσῃ

μαθητεύσεται

쌍수 μαθητεύσεσθον

μαθητεύσεσθον

복수 μαθητευσόμεθα

μαθητεύσεσθε

μαθητεύσονται

기원법단수 μαθητευσοίμην

μαθητεύσοιο

μαθητεύσοιτο

쌍수 μαθητεύσοισθον

μαθητευσοίσθην

복수 μαθητευσοίμεθα

μαθητεύσοισθε

μαθητεύσοιντο

부정사 μαθητεύσεσθαι

분사 남성여성중성
μαθητευσομενος

μαθητευσομενου

μαθητευσομενη

μαθητευσομενης

μαθητευσομενον

μαθητευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμαθήτευον

(나는) 있고 있었다

ἐμαθήτευες

(너는) 있고 있었다

ἐμαθήτευεν*

(그는) 있고 있었다

쌍수 ἐμαθητεύετον

(너희 둘은) 있고 있었다

ἐμαθητευέτην

(그 둘은) 있고 있었다

복수 ἐμαθητεύομεν

(우리는) 있고 있었다

ἐμαθητεύετε

(너희는) 있고 있었다

ἐμαθήτευον

(그들은) 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμαθητευόμην

ἐμαθητεύου

ἐμαθητεύετο

쌍수 ἐμαθητεύεσθον

ἐμαθητευέσθην

복수 ἐμαθητευόμεθα

ἐμαθητεύεσθε

ἐμαθητεύοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μαθητεύσοισ δὲ τῷ πατρὶ ἡ̓͂ν γὰρ σοφιστῆσ, ᾧ καὶ Ἀλκιβιάδην φασὶν ἑτι παῖδα ὄντα φοιτῆσαἰ καὶ δύναμιν λόγων κτησάμενοσ, ὥσ τινεσ νομίζουσιν, ἀπ’ οἰκείασ φύσεωσ, ὡρ́μησε μὲν πολιτεύεσθαι· (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 1:1)

    (플루타르코스, Vitae decem oratorum, , section 1 1:1)

유의어

  1. 지도하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION