Ancient Greek-English Dictionary Language

μακαριότης

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μακαριότης μακαριότητος

Structure: μακαριοτητ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from maka/rios

Sense

  1. happiness, bliss

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἔλεγε γὰρ ἡμαρτηκὼσ ὥστε καὶ ἀποθανεῖν ἄξιοσ ὑπάρχειν πᾶσί τε ἀνθρώποισ ὑμνήσειν σωθεὶσ τὴν τοῦ ἱεροῦ τόπου μακαριότητα. (Septuagint, Liber Maccabees IV 4:12)
  • "Καὶ μὴν ἐν τοῖσ μετεώροισ φορὰν καὶ τροπὴν καὶ ἔκλειψιν καὶ ἀνατολὴν καὶ δύσιν καὶ τὰ σύστοιχα τούτοισ μήτε λειτουργοῦντόσ τινοσ νομίζειν δεῖ γενέσθαι καὶ διατάττοντοσ ἢ διατάξοντοσ καὶ ἅμα τὴν πάσαν μακαριότητα ἔχοντοσ μετ’ ἀφθαρσίασ οὑ̓ γὰρ συμφωνοῦσιν πραγματεῖαι καὶ φροντίδεσ καὶ ὀργαὶ καὶ χάριτεσ μακαριότητι, ἀλλ’ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίον ταῦτα γίγνεταἰ, μήτε αὖ πυρὸσ ἀνάμματα συνεστραμμένου τὴν μακαριότητα κεκτημένα κατὰ βούλησιν τὰσ κινήσεισ ταύτασ λαμβάνειν· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 76:2)
  • πᾶν δὲ τὸ φυλάττειν αὐτοῦ δυνάμενον τὴν μετ’ ἀφθαρσίασ μακαριότητα περὶ αὐτοῦ δόξαζε. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 123:3)
  • ] Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰσ τὴν τοῦ ὅλου βίου μακαριότητα, πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆσ φιλίασ κτῆσισ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 148:6)

Synonyms

  1. happiness

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION