Ancient Greek-English Dictionary Language

λωπίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λωπίζω

Structure: λωπίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: lw=pos

Sense

  1. to cover, cloak

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λωπίζω λωπίζεις λωπίζει
Dual λωπίζετον λωπίζετον
Plural λωπίζομεν λωπίζετε λωπίζουσιν*
SubjunctiveSingular λωπίζω λωπίζῃς λωπίζῃ
Dual λωπίζητον λωπίζητον
Plural λωπίζωμεν λωπίζητε λωπίζωσιν*
OptativeSingular λωπίζοιμι λωπίζοις λωπίζοι
Dual λωπίζοιτον λωπιζοίτην
Plural λωπίζοιμεν λωπίζοιτε λωπίζοιεν
ImperativeSingular λώπιζε λωπιζέτω
Dual λωπίζετον λωπιζέτων
Plural λωπίζετε λωπιζόντων, λωπιζέτωσαν
Infinitive λωπίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λωπιζων λωπιζοντος λωπιζουσα λωπιζουσης λωπιζον λωπιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λωπίζομαι λωπίζει, λωπίζῃ λωπίζεται
Dual λωπίζεσθον λωπίζεσθον
Plural λωπιζόμεθα λωπίζεσθε λωπίζονται
SubjunctiveSingular λωπίζωμαι λωπίζῃ λωπίζηται
Dual λωπίζησθον λωπίζησθον
Plural λωπιζώμεθα λωπίζησθε λωπίζωνται
OptativeSingular λωπιζοίμην λωπίζοιο λωπίζοιτο
Dual λωπίζοισθον λωπιζοίσθην
Plural λωπιζοίμεθα λωπίζοισθε λωπίζοιντο
ImperativeSingular λωπίζου λωπιζέσθω
Dual λωπίζεσθον λωπιζέσθων
Plural λωπίζεσθε λωπιζέσθων, λωπιζέσθωσαν
Infinitive λωπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λωπιζομενος λωπιζομενου λωπιζομενη λωπιζομενης λωπιζομενον λωπιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to cover

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION