헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λύζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λύζω

형태분석: λύζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Formed from the sound.

  1. to have the hiccough or hiccup, to sob violently

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λύζω

λύζεις

λύζει

쌍수 λύζετον

λύζετον

복수 λύζομεν

λύζετε

λύζουσιν*

접속법단수 λύζω

λύζῃς

λύζῃ

쌍수 λύζητον

λύζητον

복수 λύζωμεν

λύζητε

λύζωσιν*

기원법단수 λύζοιμι

λύζοις

λύζοι

쌍수 λύζοιτον

λυζοίτην

복수 λύζοιμεν

λύζοιτε

λύζοιεν

명령법단수 λύζε

λυζέτω

쌍수 λύζετον

λυζέτων

복수 λύζετε

λυζόντων, λυζέτωσαν

부정사 λύζειν

분사 남성여성중성
λυζων

λυζοντος

λυζουσα

λυζουσης

λυζον

λυζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λύζομαι

λύζει, λύζῃ

λύζεται

쌍수 λύζεσθον

λύζεσθον

복수 λυζόμεθα

λύζεσθε

λύζονται

접속법단수 λύζωμαι

λύζῃ

λύζηται

쌍수 λύζησθον

λύζησθον

복수 λυζώμεθα

λύζησθε

λύζωνται

기원법단수 λυζοίμην

λύζοιο

λύζοιτο

쌍수 λύζοισθον

λυζοίσθην

복수 λυζοίμεθα

λύζοισθε

λύζοιντο

명령법단수 λύζου

λυζέσθω

쌍수 λύζεσθον

λυζέσθων

복수 λύζεσθε

λυζέσθων, λυζέσθωσαν

부정사 λύζεσθαι

분사 남성여성중성
λυζομενος

λυζομενου

λυζομενη

λυζομενης

λυζομενον

λυζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION