Ancient Greek-English Dictionary Language

λυτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λυτικός λυτική λυτικόν

Structure: λυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: lu/w

Sense

  1. refutative

Examples

  • Σωσίβιοσ δ’ ὁ λυτικὸσ προθεὶσ τὰ ἔπη· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 851)
  • νῦν οὖν οὕτω τεταγμένων ὁ Νέστωρ φαίνεται τῶν μὲν λοιπῶν πρεσβυτῶν μόνοσ τὸ δέπασ ἀμογητὶ ἀείρων ταῦτα καὶ ὁ θαυμάσιοσ λυτικὸσ Σωσίβιοσ, ὃν οὐκ ἀχαρίτωσ διέπαιξε διὰ τὰσ πολυθρυλήτουσ ταύτασ καὶ τὰσ τοιαύτασ λύσεισ Πτολεμαῖοσ ὁ Φιλάδελφοσ βασιλεύσ, λαμβάνοντοσ γὰρ αὐτοῦ σύνταξιν βασιλικήν, μεταπεμψάμενοσ τοὺσ ταμίασ ἐκέλευσεν, ἐὰν παραγένηται ὁ Σωσίβιοσ ἐπὶ τὴν ἀπαίτησιν τῆσ συντάξεωσ, λέγειν αὐτῷ ὅτι ἀπείληφε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 85 2:2)

Synonyms

  1. refutative

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION