Ancient Greek-English Dictionary Language

λυσιμελής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λυσιμελής λυσιμελές

Structure: λυσιμελη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: me/los

Sense

  1. limb-relaxing

Examples

  • ἦ τοι μὲν πρώτιστα Χάοσ γένετ’, αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ’ εὐρύστερνοσ, πάντων ἕδοσ ἀσφαλὲσ αἰεὶ ἀθανάτων, οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντοσ Ὀλύμπου, Τάρταρά τ’ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸσ εὐρυοδείησ, ἠδ’ Ἔροσ, ὃσ κάλλιστοσ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι, λυσιμελήσ, πάντων δὲ θεῶν πάντων τ’ ἀνθρώπων δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν. (Hesiod, Theogony, Book Th. 13:1)
  • τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔροσ εἴβετο δερκομενάων λυσιμελήσ· (Hesiod, Theogony, Book Th. 86:2)
  • σὺν γὰρ ἀνδρείᾳ καὶ ὁ λυσιμελὴσ Ἔρωσ ἐνὶ Χαλκιδέων θάλλει πόλεσιν. (Plutarch, Amatorius, section 17 9:1)
  • ἀλλά μ’ ὁ λυσιμελήσ, ὦ τ’αῖρε, δάμναται πόθοσ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 317)
  • ὡσ οὖν νεκρὸσ ἄκουσε θεοῖο Λόγου φήσαντοσ, λυσιμελὴσ ἀνέδυ, πεπεδημένοσ, ἔμπνουσ, ὀδωδώσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 40 10:2)

Synonyms

  1. limb-relaxing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION