Ancient Greek-English Dictionary Language

λυσιμελής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λυσιμελής λυσιμελές

Structure: λυσιμελη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: me/los

Sense

  1. limb-relaxing

Examples

  • ‐ φθιμένων νεκύων οἳ καταλείπουσι μέλη θανάτῳ λυσιμελεῖ θηρσὶν ὀρείοισι βοράν· (Euripides, Suppliants, choral, strophe 13)
  • εἰσ τὸ αὐτό οὗτοσ ὁ πανδαμάτωρ, ὁ παρ’ ἀνδράσι δωδεκάεθλοσ μελπόμενοσ κρατερῆσ εἵνεκεν ἠνορέησ, οἰνοβαρὴσ μετὰ δαῖτα μεθυσφαλὲσ ἴχνοσ ἑλίσσει, νικηθεὶσ ἁπαλῷ λυσιμελεῖ Βρομίῳ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 991)

Synonyms

  1. limb-relaxing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION