헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λουτροχοέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λουτροχοέω λουτροχοήσω

형태분석: λουτροχοέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to pour water into the bath

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λουτροχόω

λουτροχόεις

λουτροχόει

쌍수 λουτροχόειτον

λουτροχόειτον

복수 λουτροχόουμεν

λουτροχόειτε

λουτροχόουσιν*

접속법단수 λουτροχόω

λουτροχόῃς

λουτροχόῃ

쌍수 λουτροχόητον

λουτροχόητον

복수 λουτροχόωμεν

λουτροχόητε

λουτροχόωσιν*

기원법단수 λουτροχόοιμι

λουτροχόοις

λουτροχόοι

쌍수 λουτροχόοιτον

λουτροχοοίτην

복수 λουτροχόοιμεν

λουτροχόοιτε

λουτροχόοιεν

명령법단수 λουτροχο͂ει

λουτροχοεῖτω

쌍수 λουτροχόειτον

λουτροχοεῖτων

복수 λουτροχόειτε

λουτροχοοῦντων, λουτροχοεῖτωσαν

부정사 λουτροχόειν

분사 남성여성중성
λουτροχοων

λουτροχοουντος

λουτροχοουσα

λουτροχοουσης

λουτροχοουν

λουτροχοουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λουτροχόουμαι

λουτροχόει, λουτροχόῃ

λουτροχόειται

쌍수 λουτροχόεισθον

λουτροχόεισθον

복수 λουτροχοοῦμεθα

λουτροχόεισθε

λουτροχόουνται

접속법단수 λουτροχόωμαι

λουτροχόῃ

λουτροχόηται

쌍수 λουτροχόησθον

λουτροχόησθον

복수 λουτροχοώμεθα

λουτροχόησθε

λουτροχόωνται

기원법단수 λουτροχοοίμην

λουτροχόοιο

λουτροχόοιτο

쌍수 λουτροχόοισθον

λουτροχοοίσθην

복수 λουτροχοοίμεθα

λουτροχόοισθε

λουτροχόοιντο

명령법단수 λουτροχόου

λουτροχοεῖσθω

쌍수 λουτροχόεισθον

λουτροχοεῖσθων

복수 λουτροχόεισθε

λουτροχοεῖσθων, λουτροχοεῖσθωσαν

부정사 λουτροχόεισθαι

분사 남성여성중성
λουτροχοουμενος

λουτροχοουμενου

λουτροχοουμενη

λουτροχοουμενης

λουτροχοουμενον

λουτροχοουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λουτροχοήσω

λουτροχοήσεις

λουτροχοήσει

쌍수 λουτροχοήσετον

λουτροχοήσετον

복수 λουτροχοήσομεν

λουτροχοήσετε

λουτροχοήσουσιν*

기원법단수 λουτροχοήσοιμι

λουτροχοήσοις

λουτροχοήσοι

쌍수 λουτροχοήσοιτον

λουτροχοησοίτην

복수 λουτροχοήσοιμεν

λουτροχοήσοιτε

λουτροχοήσοιεν

부정사 λουτροχοήσειν

분사 남성여성중성
λουτροχοησων

λουτροχοησοντος

λουτροχοησουσα

λουτροχοησουσης

λουτροχοησον

λουτροχοησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λουτροχοήσομαι

λουτροχοήσει, λουτροχοήσῃ

λουτροχοήσεται

쌍수 λουτροχοήσεσθον

λουτροχοήσεσθον

복수 λουτροχοησόμεθα

λουτροχοήσεσθε

λουτροχοήσονται

기원법단수 λουτροχοησοίμην

λουτροχοήσοιο

λουτροχοήσοιτο

쌍수 λουτροχοήσοισθον

λουτροχοησοίσθην

복수 λουτροχοησοίμεθα

λουτροχοήσοισθε

λουτροχοήσοιντο

부정사 λουτροχοήσεσθαι

분사 남성여성중성
λουτροχοησομενος

λουτροχοησομενου

λουτροχοησομενη

λουτροχοησομενης

λουτροχοησομενον

λουτροχοησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to pour water into the bath

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION