고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: λογοποιικός λογοποιική λογοποιικόν
Structure: λογοποιικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | λογοποιικός | λογοποιική | λογοποιικόν |
Genitive | λογοποιικοῦ | λογοποιικῆς | λογοποιικοῦ | |
Dative | λογοποιικῷ | λογοποιικῇ | λογοποιικῷ | |
Accusative | λογοποιικόν | λογοποιικήν | λογοποιικόν | |
Vocative | λογοποιικέ | λογοποιική | λογοποιικόν | |
Dual | N/A/V | λογοποιικώ | λογοποιικᾱ́ | λογοποιικώ |
G/D | λογοποιικοῖν | λογοποιικαῖν | λογοποιικοῖν | |
Plural | Nominative | λογοποιικοί | λογοποιικαί | λογοποιικά |
Genitive | λογοποιικῶν | λογοποιικῶν | λογοποιικῶν | |
Dative | λογοποιικοῖς | λογοποιικαῖς | λογοποιικοῖς | |
Accusative | λογοποιικούς | λογοποιικᾱ́ς | λογοποιικά | |
Vocative | λογοποιικοί | λογοποιικαί | λογοποιικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | λογοποιικός λογοποιικοῦ | λογοποιικότερος λογοποιικοτεροῦ | λογοποιικότατος λογοποιικοτατοῦ |
Adverb | λογοποιικώς | λογοποιικότερον | λογοποιικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기