Ancient Greek-English Dictionary Language

λιθουργέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: λιθουργέω

Structure: λιθουργέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from liqourgo/s

Sense

  1. to turn into stone, petrify

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λιθούργω λιθούργεις λιθούργει
Dual λιθούργειτον λιθούργειτον
Plural λιθούργουμεν λιθούργειτε λιθούργουσιν*
SubjunctiveSingular λιθούργω λιθούργῃς λιθούργῃ
Dual λιθούργητον λιθούργητον
Plural λιθούργωμεν λιθούργητε λιθούργωσιν*
OptativeSingular λιθούργοιμι λιθούργοις λιθούργοι
Dual λιθούργοιτον λιθουργοίτην
Plural λιθούργοιμεν λιθούργοιτε λιθούργοιεν
ImperativeSingular λιθοῦργει λιθουργεῖτω
Dual λιθούργειτον λιθουργεῖτων
Plural λιθούργειτε λιθουργοῦντων, λιθουργεῖτωσαν
Infinitive λιθούργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λιθουργων λιθουργουντος λιθουργουσα λιθουργουσης λιθουργουν λιθουργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λιθούργουμαι λιθούργει, λιθούργῃ λιθούργειται
Dual λιθούργεισθον λιθούργεισθον
Plural λιθουργοῦμεθα λιθούργεισθε λιθούργουνται
SubjunctiveSingular λιθούργωμαι λιθούργῃ λιθούργηται
Dual λιθούργησθον λιθούργησθον
Plural λιθουργώμεθα λιθούργησθε λιθούργωνται
OptativeSingular λιθουργοίμην λιθούργοιο λιθούργοιτο
Dual λιθούργοισθον λιθουργοίσθην
Plural λιθουργοίμεθα λιθούργοισθε λιθούργοιντο
ImperativeSingular λιθούργου λιθουργεῖσθω
Dual λιθούργεισθον λιθουργεῖσθων
Plural λιθούργεισθε λιθουργεῖσθων, λιθουργεῖσθωσαν
Infinitive λιθούργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λιθουργουμενος λιθουργουμενου λιθουργουμενη λιθουργουμενης λιθουργουμενον λιθουργουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • μεταλλεύοντέσ τε τὰσ ὑπονόμουσ σήραγγασ ἕτεροι καὶ πλάττοντεσ τὰσ ἐν αὐταῖσ καμάρασ καὶ τὰσ παστάδασ ἐγείροντεσ, καὶ τοῖσ ταῦτα πράττουσι χειροτέχναισ ὑπηρετοῦντεσ χαλκοτύποι τε καὶ τέκτονεσ καὶ λιθουργοὶ τῶν ἰδιωτικῶν ἔργων ἀφεστῶτεσ ἐπὶ ταῖσ δημοσίαισ κατείχοντο χρείαισ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 4, chapter 44 3:3)

Synonyms

  1. to turn into stone

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION