헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιμοκτονέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λιμοκτονέω

형태분석: λιμοκτονέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ktei/nw

  1. 굶다, 굶주리다
  1. to kill by hunger, starve

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιμοκτονῶ

(나는) 굶는다

λιμοκτονεῖς

(너는) 굶는다

λιμοκτονεῖ

(그는) 굶는다

쌍수 λιμοκτονεῖτον

(너희 둘은) 굶는다

λιμοκτονεῖτον

(그 둘은) 굶는다

복수 λιμοκτονοῦμεν

(우리는) 굶는다

λιμοκτονεῖτε

(너희는) 굶는다

λιμοκτονοῦσιν*

(그들은) 굶는다

접속법단수 λιμοκτονῶ

(나는) 굶자

λιμοκτονῇς

(너는) 굶자

λιμοκτονῇ

(그는) 굶자

쌍수 λιμοκτονῆτον

(너희 둘은) 굶자

λιμοκτονῆτον

(그 둘은) 굶자

복수 λιμοκτονῶμεν

(우리는) 굶자

λιμοκτονῆτε

(너희는) 굶자

λιμοκτονῶσιν*

(그들은) 굶자

기원법단수 λιμοκτονοῖμι

(나는) 굶기를 (바라다)

λιμοκτονοῖς

(너는) 굶기를 (바라다)

λιμοκτονοῖ

(그는) 굶기를 (바라다)

쌍수 λιμοκτονοῖτον

(너희 둘은) 굶기를 (바라다)

λιμοκτονοίτην

(그 둘은) 굶기를 (바라다)

복수 λιμοκτονοῖμεν

(우리는) 굶기를 (바라다)

λιμοκτονοῖτε

(너희는) 굶기를 (바라다)

λιμοκτονοῖεν

(그들은) 굶기를 (바라다)

명령법단수 λιμοκτόνει

(너는) 굶어라

λιμοκτονείτω

(그는) 굶어라

쌍수 λιμοκτονεῖτον

(너희 둘은) 굶어라

λιμοκτονείτων

(그 둘은) 굶어라

복수 λιμοκτονεῖτε

(너희는) 굶어라

λιμοκτονούντων, λιμοκτονείτωσαν

(그들은) 굶어라

부정사 λιμοκτονεῖν

굶는 것

분사 남성여성중성
λιμοκτονων

λιμοκτονουντος

λιμοκτονουσα

λιμοκτονουσης

λιμοκτονουν

λιμοκτονουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιμοκτονοῦμαι

(나는) 굶어진다

λιμοκτονεῖ, λιμοκτονῇ

(너는) 굶어진다

λιμοκτονεῖται

(그는) 굶어진다

쌍수 λιμοκτονεῖσθον

(너희 둘은) 굶어진다

λιμοκτονεῖσθον

(그 둘은) 굶어진다

복수 λιμοκτονούμεθα

(우리는) 굶어진다

λιμοκτονεῖσθε

(너희는) 굶어진다

λιμοκτονοῦνται

(그들은) 굶어진다

접속법단수 λιμοκτονῶμαι

(나는) 굶어지자

λιμοκτονῇ

(너는) 굶어지자

λιμοκτονῆται

(그는) 굶어지자

쌍수 λιμοκτονῆσθον

(너희 둘은) 굶어지자

λιμοκτονῆσθον

(그 둘은) 굶어지자

복수 λιμοκτονώμεθα

(우리는) 굶어지자

λιμοκτονῆσθε

(너희는) 굶어지자

λιμοκτονῶνται

(그들은) 굶어지자

기원법단수 λιμοκτονοίμην

(나는) 굶어지기를 (바라다)

λιμοκτονοῖο

(너는) 굶어지기를 (바라다)

λιμοκτονοῖτο

(그는) 굶어지기를 (바라다)

쌍수 λιμοκτονοῖσθον

(너희 둘은) 굶어지기를 (바라다)

λιμοκτονοίσθην

(그 둘은) 굶어지기를 (바라다)

복수 λιμοκτονοίμεθα

(우리는) 굶어지기를 (바라다)

λιμοκτονοῖσθε

(너희는) 굶어지기를 (바라다)

λιμοκτονοῖντο

(그들은) 굶어지기를 (바라다)

명령법단수 λιμοκτονοῦ

(너는) 굶어져라

λιμοκτονείσθω

(그는) 굶어져라

쌍수 λιμοκτονεῖσθον

(너희 둘은) 굶어져라

λιμοκτονείσθων

(그 둘은) 굶어져라

복수 λιμοκτονεῖσθε

(너희는) 굶어져라

λιμοκτονείσθων, λιμοκτονείσθωσαν

(그들은) 굶어져라

부정사 λιμοκτονεῖσθαι

굶어지는 것

분사 남성여성중성
λιμοκτονουμενος

λιμοκτονουμενου

λιμοκτονουμενη

λιμοκτονουμενης

λιμοκτονουμενον

λιμοκτονουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλιμοκτόνουν

(나는) 굶고 있었다

ἐλιμοκτόνεις

(너는) 굶고 있었다

ἐλιμοκτόνειν*

(그는) 굶고 있었다

쌍수 ἐλιμοκτονεῖτον

(너희 둘은) 굶고 있었다

ἐλιμοκτονείτην

(그 둘은) 굶고 있었다

복수 ἐλιμοκτονοῦμεν

(우리는) 굶고 있었다

ἐλιμοκτονεῖτε

(너희는) 굶고 있었다

ἐλιμοκτόνουν

(그들은) 굶고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλιμοκτονούμην

(나는) 굶어지고 있었다

ἐλιμοκτονοῦ

(너는) 굶어지고 있었다

ἐλιμοκτονεῖτο

(그는) 굶어지고 있었다

쌍수 ἐλιμοκτονεῖσθον

(너희 둘은) 굶어지고 있었다

ἐλιμοκτονείσθην

(그 둘은) 굶어지고 있었다

복수 ἐλιμοκτονούμεθα

(우리는) 굶어지고 있었다

ἐλιμοκτονεῖσθε

(너희는) 굶어지고 있었다

ἐλιμοκτονοῦντο

(그들은) 굶어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δὲ ἄνθρωπον λιμοκτονεῖν καὶ ποιεῖν ἀσθενῆ, ὥστε ἕλκεσθαι ὅπῃ ἂν ἐκείνων ὁπότερον ἄγῃ, καὶ μηδὲν ἕτερον ἑτέρῳ συνεθίζειν μηδὲ φίλον ποιεῖν, ἀλλ’ ἐᾶν αὐτὰ ἐν αὑτοῖσ δάκνεσθαί τε καὶ μαχόμενα ἐσθίειν ἄλληλα. (Plato, Republic, book 9 475:1)

    (플라톤, Republic, book 9 475:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION