헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιμαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λιμαίνω

형태분석: λιμαίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: limo/s

  1. to suffer from hunger

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιμαίνω

λιμαίνεις

λιμαίνει

쌍수 λιμαίνετον

λιμαίνετον

복수 λιμαίνομεν

λιμαίνετε

λιμαίνουσιν*

접속법단수 λιμαίνω

λιμαίνῃς

λιμαίνῃ

쌍수 λιμαίνητον

λιμαίνητον

복수 λιμαίνωμεν

λιμαίνητε

λιμαίνωσιν*

기원법단수 λιμαίνοιμι

λιμαίνοις

λιμαίνοι

쌍수 λιμαίνοιτον

λιμαινοίτην

복수 λιμαίνοιμεν

λιμαίνοιτε

λιμαίνοιεν

명령법단수 λίμαινε

λιμαινέτω

쌍수 λιμαίνετον

λιμαινέτων

복수 λιμαίνετε

λιμαινόντων, λιμαινέτωσαν

부정사 λιμαίνειν

분사 남성여성중성
λιμαινων

λιμαινοντος

λιμαινουσα

λιμαινουσης

λιμαινον

λιμαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιμαίνομαι

λιμαίνει, λιμαίνῃ

λιμαίνεται

쌍수 λιμαίνεσθον

λιμαίνεσθον

복수 λιμαινόμεθα

λιμαίνεσθε

λιμαίνονται

접속법단수 λιμαίνωμαι

λιμαίνῃ

λιμαίνηται

쌍수 λιμαίνησθον

λιμαίνησθον

복수 λιμαινώμεθα

λιμαίνησθε

λιμαίνωνται

기원법단수 λιμαινοίμην

λιμαίνοιο

λιμαίνοιτο

쌍수 λιμαίνοισθον

λιμαινοίσθην

복수 λιμαινοίμεθα

λιμαίνοισθε

λιμαίνοιντο

명령법단수 λιμαίνου

λιμαινέσθω

쌍수 λιμαίνεσθον

λιμαινέσθων

복수 λιμαίνεσθε

λιμαινέσθων, λιμαινέσθωσαν

부정사 λιμαίνεσθαι

분사 남성여성중성
λιμαινομενος

λιμαινομενου

λιμαινομενη

λιμαινομενης

λιμαινομενον

λιμαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to suffer from hunger

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION