Ancient Greek-English Dictionary Language

λεπτουργής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λεπτουργής λεπτουργές

Structure: λεπτουργη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: E)/rgw

Sense

  1. finely worked

Examples

  • τῶν γὰρ ἡγεμόνων καὶ φίλων ἕκαστοσ στοχαζόμενοσ τῆσ τοῦ βασιλέωσ ἀρεσκείασ κατεσκεύαζεν εἴδωλα δι’ ἐλέφαντοσ καὶ χρυσοῦ καὶ τῶν ἄλλων τῶν θαυμαζομένων παρ’ ἀνθρώποισ, αὐτὸσ δὲ τοὺσ ἀρχιτέκτονασ ἀθροίσασ καὶ λεπτουργῶν πλῆθοσ τοῦ μὲν τείχουσ καθεῖλεν ἐπὶ δέκα σταδίουσ, τὴν δ’ ὀπτὴν πλίνθον ἀναλεξάμενοσ καὶ τὸν δεχόμενον τὴν πυρὰν τόπον ὁμαλὸν κατασκευάσασ ᾠκοδόμησε τετράπλευρον πυράν, σταδιαίασ οὔσησ ἑκάστησ πλευρᾶσ. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 114 9:1)

Synonyms

  1. finely worked

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION