Ancient Greek-English Dictionary Language

λεοντοκέφαλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λεοντοκέφαλος λεοντοκέφαλον

Structure: λεοντοκεφαλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kefalh/

Sense

  1. lion-headed

Examples

  • τί γάρ, εἰ μηδὲ γράμματα γράφοιμεν ἐπὶ τῶν κλήρων, ἀλλά τινα σημεῖα καὶ χαρακτῆρασ, οἱᾶ πολλὰ Αἰγύπτιοι γράφουσιν ἀντὶ τῶν γραμμάτων, κυνοκεφάλουσ τινὰσ ὄντασ καὶ λεοντοκεφάλουσ ἀνθρώπουσ; (Lucian, 92:2)
  • καταβαίνοντι δ’ αὐτῷ πρὸσ τὰσ Ἑλληνικὰσ πράξεισ ἐπὶ θάλατταν Πέρσησ ἀνὴρ Ἐπιξύησ ὄνομα, σατραπεύων τῆσ ἄνω Φρυγίασ, ἐπεβούλευσε, παρεσκευακὼσ ἔκπαλαι Πισίδασ τινὰσ ἀποκτενοῦντασ, ὅταν ἐν τῇ καλουμένῃ κώμῃ Λεοντοκεφάλῳ γενόμενοσ καταυλισθῇ. (Plutarch, , chapter 30 1:1)

Synonyms

  1. lion-headed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION