헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτης λαλοβαρυπαραμελορυθμοβάτου

형태분석: λαλοβαρυπαραμελορυθμοβατ (어간) + ης (어미)

  1. a heavygoing discordant talker

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION