- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λαίμαργος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: laimargos 고전 발음: [] 신약 발음: [래마]

기본형: λαίμαργος λαίμαργον

형태분석: λαιμαργ (어간) + ος (어미)

  1. 대식하는, 식욕이 왕성한, 소비하는
  1. very greedy, gluttonous

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λαίμαργος

대식하는 (이)가

λαίμαργον

대식하는 (것)가

속격 λαιμάργου

대식하는 (이)의

λαιμάργου

대식하는 (것)의

여격 λαιμάργῳ

대식하는 (이)에게

λαιμάργῳ

대식하는 (것)에게

대격 λαίμαργον

대식하는 (이)를

λαίμαργον

대식하는 (것)를

호격 λαίμαργε

대식하는 (이)야

λαίμαργον

대식하는 (것)야

쌍수주/대/호 λαιμάργω

대식하는 (이)들이

λαιμάργω

대식하는 (것)들이

속/여 λαιμάργοιν

대식하는 (이)들의

λαιμάργοιν

대식하는 (것)들의

복수주격 λαίμαργοι

대식하는 (이)들이

λαίμαργα

대식하는 (것)들이

속격 λαιμάργων

대식하는 (이)들의

λαιμάργων

대식하는 (것)들의

여격 λαιμάργοις

대식하는 (이)들에게

λαιμάργοις

대식하는 (것)들에게

대격 λαιμάργους

대식하는 (이)들을

λαίμαργα

대식하는 (것)들을

호격 λαίμαργοι

대식하는 (이)들아

λαίμαργα

대식하는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸν Ὀδυσσέα δὲ Ὅμηρος πολυφάγον καὶ λαίμαργον παραδίδωσιν ὅταν λέγῃ: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 31)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 31)

  • Μάξιμος δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Λαίμαργος, στρατηγὸς πεμφθεὶς καὶ παραγενόμενος ἐπὶ τὸν τόπον, ἰδὼν τὸ τρόπαιον τὸν οἰωνὸν ἀσμένως ἐδέξατο: (Plutarch, Parallela minora, section 3 2:2)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 3 2:2)

  • Μάιος δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Λαίμαργος, στρατηγὸς πεμφθεὶς καὶ παραγενόμενος ἐπὶ τὸν τόπον, ἰδὼν τὸ τρόπαιον, τὸν οἰωνὸν ἀσμένως ἐδέξατο: (Plutarch, Parallela minora, section 3 6:2)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 3 6:2)

  • ἐφ ὧν οὖν ζῳών φύσει λαιμάργων ὑπαρχόντων ἥ τ εὐρυχωρία τοῦ στόματός ἐστι δαψιλὴς ἥ τε τῆς γαστρὸς θέσις ἐγγύς, ὡς ἐπὶ συνόδοντός τε καὶ χάννης, οὐδὲν θαυμαστόν, ὅταν ἱκανῶς πεινάσαντα διώκῃ τι τῶν μικροτέρων ζῳών, εἶτ ἤδη πλησίον ᾖ τοῦ συλλαβεῖν, ἀνατρέχειν ἐπειγούσης τῆς ἐπιθυμίας εἰς τὸ στόμα τὴν γαστέρα. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 839)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 839)

  • ἐς βαθὺν ἥλατο Νεῖλον ἀπ ὀφρύος ὀξὺς ὁδίτης, ἡνίκα λαιμάργων εἶδε λύκων ἀγέλην. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2521)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2521)

유의어

  1. 대식하는

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION