Ancient Greek-English Dictionary Language

κυβιστητήρ

Third declension Noun; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κυβιστητήρ κυβιστητῆρος

Structure: κυβιστητηρ (Stem)

Sense

  1. a tumbler
  2. a diver, one who pitches headlong

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὣσ οἱ μὲν δαίνυντο καθ’ ὑψερεφὲσ μέγα δῶμα γείτονεσ ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο τερπόμενοι μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖοσ ἀοιδὸσ φορμίζων δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺσ μολπῆσ ἐξάρχοντεσ ἐδίνευον κατὰ μέσσουσ, μετενεγκόντεσ ἐκ τῆσ Ὁπλοποιίασ σὺν αὐτῷ γε τῷ περὶ τὴν λέξιν ἁμαρτήματι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 9 2:1)
  • μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖοσ ἀοιδὸσ φορμίζων δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺσ μολπῆσ ἐξάρχοντεσ ἐδίνευον κατὰ μέσσουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 10 2:1)
  • δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺσ μολπῆσ ἐξάρχοντεσ ἐδίνευον κατὰ μέσσουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 10 4:1)
  • δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺσ μολπῆσ ἐξάρχοντεσ ἐδίνευον κατὰ μέσσουσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 72 15:5)
  • μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖοσ ἀοιδὸσ φορμίζων, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτούσ, μολπῆσ ἐξάρχοντοσ, ἐδίνευον κατὰ μέσσουσ. (Homer, Odyssey, Book 4 1:9)

Synonyms

  1. a tumbler

  2. a diver

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION