Ancient Greek-English Dictionary Language

κυβευτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κυβευτικός κυβευτική κυβευτικόν

Structure: κυβευτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from kubeuth/s

Sense

  1. of or for dice-playing
  2. skilled in dice-playing

Examples

  • εἰσπηδήσαντεσ νύκτωρ εἰσ τὴν οἰκίαν οὗ ᾤκει ὁ Πιττάλακοσ, πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διερρίπτουν εἰσ τὴν ὁδόν, ἀστραγάλουσ τέ τινασ διασείστουσ καὶ φιμοὺσ καὶ κυβευτικὰ ἕτερα ὄργανα, καὶ τοὺσ ὄρτυγασ καὶ τοὺσ ἀλεκτρυόνασ, οὓσ ἠγάπα ὁ τρισκακοδαίμων ἄνθρωποσ, ἀπέκτειναν, τὸ δὲ τελευταῖον δήσαντεσ πρὸσ τὸν κίονα αὐτὸν τὸν Πιττάλακον ἐμαστίγουν τὰσ ἐξ ἀνθρώπων πληγὰσ οὕτω πολὺν χρόνον, ὥστε καὶ τοὺσ γείτονασ αἰσθέσθαι τῆσ κραυγῆσ. (Aeschines, Speeches, , section 591)
  • ἢ οὕτω ῥᾴδιον, ὥστε καὶ γεωργῶν τισ ἅμα πολεμικὸσ ἔσται καὶ σκυτοτομῶν καὶ ἄλλην τέχνην ἡντινοῦν ἐργαζόμενοσ, πεττευτικὸσ δὲ ἢ κυβευτικὸσ ἱκανῶσ οὐδ’ ἂν εἷσ γένοιτο μὴ αὐτὸ τοῦτο ἐκ παιδὸσ ἐπιτηδεύων, ἀλλὰ παρέργῳ χρώμενοσ; (Plato, Republic, book 2 245:2)

Synonyms

  1. of or for dice-playing

  2. skilled in dice-playing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION