고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: κυβευτικός κυβευτική κυβευτικόν
Structure: κυβευτικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | κυβευτικός | κυβευτική | κυβευτικόν |
Genitive | κυβευτικοῦ | κυβευτικῆς | κυβευτικοῦ | |
Dative | κυβευτικῷ | κυβευτικῇ | κυβευτικῷ | |
Accusative | κυβευτικόν | κυβευτικήν | κυβευτικόν | |
Vocative | κυβευτικέ | κυβευτική | κυβευτικόν | |
Dual | N/A/V | κυβευτικώ | κυβευτικᾱ́ | κυβευτικώ |
G/D | κυβευτικοῖν | κυβευτικαῖν | κυβευτικοῖν | |
Plural | Nominative | κυβευτικοί | κυβευτικαί | κυβευτικά |
Genitive | κυβευτικῶν | κυβευτικῶν | κυβευτικῶν | |
Dative | κυβευτικοῖς | κυβευτικαῖς | κυβευτικοῖς | |
Accusative | κυβευτικούς | κυβευτικᾱ́ς | κυβευτικά | |
Vocative | κυβευτικοί | κυβευτικαί | κυβευτικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | κυβευτικός κυβευτικοῦ | κυβευτικότερος κυβευτικοτεροῦ | κυβευτικότατος κυβευτικοτατοῦ |
Adverb | κυβευτικώς | κυβευτικότερον | κυβευτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기