헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κυαμεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κυαμεύω κυαμεύσω

형태분석: κυαμεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ku/amos

  1. to be so elected

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κυαμεύω

κυαμεύεις

κυαμεύει

쌍수 κυαμεύετον

κυαμεύετον

복수 κυαμεύομεν

κυαμεύετε

κυαμεύουσιν*

접속법단수 κυαμεύω

κυαμεύῃς

κυαμεύῃ

쌍수 κυαμεύητον

κυαμεύητον

복수 κυαμεύωμεν

κυαμεύητε

κυαμεύωσιν*

기원법단수 κυαμεύοιμι

κυαμεύοις

κυαμεύοι

쌍수 κυαμεύοιτον

κυαμευοίτην

복수 κυαμεύοιμεν

κυαμεύοιτε

κυαμεύοιεν

명령법단수 κυάμευε

κυαμευέτω

쌍수 κυαμεύετον

κυαμευέτων

복수 κυαμεύετε

κυαμευόντων, κυαμευέτωσαν

부정사 κυαμεύειν

분사 남성여성중성
κυαμευων

κυαμευοντος

κυαμευουσα

κυαμευουσης

κυαμευον

κυαμευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κυαμεύομαι

κυαμεύει, κυαμεύῃ

κυαμεύεται

쌍수 κυαμεύεσθον

κυαμεύεσθον

복수 κυαμευόμεθα

κυαμεύεσθε

κυαμεύονται

접속법단수 κυαμεύωμαι

κυαμεύῃ

κυαμεύηται

쌍수 κυαμεύησθον

κυαμεύησθον

복수 κυαμευώμεθα

κυαμεύησθε

κυαμεύωνται

기원법단수 κυαμευοίμην

κυαμεύοιο

κυαμεύοιτο

쌍수 κυαμεύοισθον

κυαμευοίσθην

복수 κυαμευοίμεθα

κυαμεύοισθε

κυαμεύοιντο

명령법단수 κυαμεύου

κυαμευέσθω

쌍수 κυαμεύεσθον

κυαμευέσθων

복수 κυαμεύεσθε

κυαμευέσθων, κυαμευέσθωσαν

부정사 κυαμεύεσθαι

분사 남성여성중성
κυαμευομενος

κυαμευομενου

κυαμευομενη

κυαμευομενης

κυαμευομενον

κυαμευομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to be so elected

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION