헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κρουστικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κρουστικός κρουστική κρουστικόν

형태분석: κρουστικ (어간) + ος (어미)

어원: from krou/w

  1. fit for striking the ears, impressive

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κρουστικός

(이)가

κρουστική

(이)가

κρουστικόν

(것)가

속격 κρουστικοῦ

(이)의

κρουστικῆς

(이)의

κρουστικοῦ

(것)의

여격 κρουστικῷ

(이)에게

κρουστικῇ

(이)에게

κρουστικῷ

(것)에게

대격 κρουστικόν

(이)를

κρουστικήν

(이)를

κρουστικόν

(것)를

호격 κρουστικέ

(이)야

κρουστική

(이)야

κρουστικόν

(것)야

쌍수주/대/호 κρουστικώ

(이)들이

κρουστικᾱ́

(이)들이

κρουστικώ

(것)들이

속/여 κρουστικοῖν

(이)들의

κρουστικαῖν

(이)들의

κρουστικοῖν

(것)들의

복수주격 κρουστικοί

(이)들이

κρουστικαί

(이)들이

κρουστικά

(것)들이

속격 κρουστικῶν

(이)들의

κρουστικῶν

(이)들의

κρουστικῶν

(것)들의

여격 κρουστικοῖς

(이)들에게

κρουστικαῖς

(이)들에게

κρουστικοῖς

(것)들에게

대격 κρουστικούς

(이)들을

κρουστικᾱ́ς

(이)들을

κρουστικά

(것)들을

호격 κρουστικοί

(이)들아

κρουστικαί

(이)들아

κρουστικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συνερτικὸσ γάρ ἐστι καὶ περαντικόσ, καὶ γνωμοτυπικὸσ καὶ σαφὴσ καὶ κρουστικόσ, καταληπτικόσ τ’ ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ. (Aristotle, Episode 2:6)

    (아리스토텔레스, Episode 2:6)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION