Ancient Greek-English Dictionary Language

κοντοφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κοντοφόρος κοντοφόρον

Structure: κοντοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. carrying a pole or pike

Examples

  • κἀπειδὴ εἰσελθόντα με εἰσ τὴν πόλιν ᾔσθετο καὶ ἔμαθεν ὡσ ἐκεῖνοσ εἰήν ὁ Λουκιανόσ ‐ ἐπηγόμην δὲ καὶ στρατιώτασ δύο, λογχοφόρον καὶ κοντοφόρον, παρὰ τοῦ ἡγουμένου τῆσ Καππαδοκίασ, φίλου τότε ὄντοσ, λαβών, ὥσ με παραπέμψειαν μέχρι πρὸσ τὴν θάλατταν ‐ αὐτίκα μεταστέλλεται δεξιῶσ πάνυ καὶ μετὰ πολλῆσ φιλοφροσύνησ. (Lucian, Alexander, (no name) 55:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION