Ancient Greek-English Dictionary Language

κομπώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κομπώδης κομπώδες

Structure: κομπωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. boastful, vainglorious, boastfulness

Examples

  • Μιθριδάτησ, ὥσπερ οἱ πολλοὶ τῶν σοφιστῶν, κομπώδησ ἐν ἀρχῇ καὶ σοβαρὸσ ἐπὶ Ῥωμαίουσ ἀναστὰσ διακένῳ δυνάμει, λαμπρᾷ δὲ καὶ πανηγυρικῇ τὴν ὄψιν, εἶτ’ ἐκπεσὼν καταγελάστωσ καὶ νουθετηθείσ, ὅτε τὸ δεύτερον πολεμεῖν ἔμελλεν, εἰσ ἀληθινὴν καὶ πραγματικὴν συνέστελλε τὰσ δυνάμεισ παρασκευήν. (Plutarch, Lucullus, chapter 7 3:2)

Synonyms

  1. boastful

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION