고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: κομμωτικός κομμωτική κομμωτικόν
Structure: κομμωτικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | κομμωτικός | κομμωτική | κομμωτικόν |
Genitive | κομμωτικοῦ | κομμωτικῆς | κομμωτικοῦ | |
Dative | κομμωτικῷ | κομμωτικῇ | κομμωτικῷ | |
Accusative | κομμωτικόν | κομμωτικήν | κομμωτικόν | |
Vocative | κομμωτικέ | κομμωτική | κομμωτικόν | |
Dual | N/A/V | κομμωτικώ | κομμωτικᾱ́ | κομμωτικώ |
G/D | κομμωτικοῖν | κομμωτικαῖν | κομμωτικοῖν | |
Plural | Nominative | κομμωτικοί | κομμωτικαί | κομμωτικά |
Genitive | κομμωτικῶν | κομμωτικῶν | κομμωτικῶν | |
Dative | κομμωτικοῖς | κομμωτικαῖς | κομμωτικοῖς | |
Accusative | κομμωτικούς | κομμωτικᾱ́ς | κομμωτικά | |
Vocative | κομμωτικοί | κομμωτικαί | κομμωτικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | κομμωτικός κομμωτικοῦ | κομμωτικότερος κομμωτικοτεροῦ | κομμωτικότατος κομμωτικοτατοῦ |
Adverb | κομμωτικώς | κομμωτικότερον | κομμωτικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기