Ancient Greek-English Dictionary Language

κομμωτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κομμωτικός κομμωτική κομμωτικόν

Structure: κομμωτικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. of or for embellishment: - , the art of embellishment

Examples

  • εἰ δὲ τὸ παραυτίκα τισ θεραπεύοι, τῆσ τῶν κολακευόντων μερίδοσ εἰκότωσ ἂν νομισθείη, οὓσ πάλαι ἡ ἱστορία καὶ ἐξ ἀρχῆσ εὐθὺσ ἀπέστραπτο, οὐ μεῖον ἢ κομμωτικὴν ἡ γυμναστική. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 401)
  • ταύτησ μόριον καὶ τὴν ῥητορικὴν ἐγὼ καλῶ καὶ τήν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικήν, τέτταρα ταῦτα μόρια ἐπὶ τέτταρσιν πράγμασιν. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 98:3)
  • "ταύτησ μόριον καὶ τὴν ῥητορικὴν ἐγὼ καλῶ καὶ τήν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν, τέτταρα ταῦτα μόρια ἐπὶ τέτταρσι πράγμασιν. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:7)
  • "ταύτησ μόριον καὶ τὴν ῥητορικὴν ἐγὼ καλῶ καὶ τήν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν, τέτταρα ταῦτα μόρια ἐπὶ τέτταρσι πράγμασι. (Aristides, Aelius, Orationes, 8:8)
  • καὶ τῆσ περὶ τὴν κομμωτικὴν συμμορίασ ἀπογράψομεν ἄνδρα οὕτωσ αὐχμῶντα καὶ κεκονιμένον κάλλιον ἢ τῶν παλαισάντων καὶ τῶν γυμναστικῶν ὁστισοῦν; (Aristides, Aelius, Orationes, 59:7)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION