Ancient Greek-English Dictionary Language

κολάπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κολάπτω

Structure: κολάπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to peck at, to strike
  2. to carve or chisel

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κολάπτω κολάπτεις κολάπτει
Dual κολάπτετον κολάπτετον
Plural κολάπτομεν κολάπτετε κολάπτουσιν*
SubjunctiveSingular κολάπτω κολάπτῃς κολάπτῃ
Dual κολάπτητον κολάπτητον
Plural κολάπτωμεν κολάπτητε κολάπτωσιν*
OptativeSingular κολάπτοιμι κολάπτοις κολάπτοι
Dual κολάπτοιτον κολαπτοίτην
Plural κολάπτοιμεν κολάπτοιτε κολάπτοιεν
ImperativeSingular κόλαπτε κολαπτέτω
Dual κολάπτετον κολαπτέτων
Plural κολάπτετε κολαπτόντων, κολαπτέτωσαν
Infinitive κολάπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κολαπτων κολαπτοντος κολαπτουσα κολαπτουσης κολαπτον κολαπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κολάπτομαι κολάπτει, κολάπτῃ κολάπτεται
Dual κολάπτεσθον κολάπτεσθον
Plural κολαπτόμεθα κολάπτεσθε κολάπτονται
SubjunctiveSingular κολάπτωμαι κολάπτῃ κολάπτηται
Dual κολάπτησθον κολάπτησθον
Plural κολαπτώμεθα κολάπτησθε κολάπτωνται
OptativeSingular κολαπτοίμην κολάπτοιο κολάπτοιτο
Dual κολάπτοισθον κολαπτοίσθην
Plural κολαπτοίμεθα κολάπτοισθε κολάπτοιντο
ImperativeSingular κολάπτου κολαπτέσθω
Dual κολάπτεσθον κολαπτέσθων
Plural κολάπτεσθε κολαπτέσθων, κολαπτέσθωσαν
Infinitive κολάπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κολαπτομενος κολαπτομενου κολαπτομενη κολαπτομενης κολαπτομενον κολαπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION