Ancient Greek-English Dictionary Language

κοινολεχής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κοινολεχής κοινολεχές

Structure: κοινολεχη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: = koino/lektros,

Sense

  1. a paramour

Examples

  • τὰ δὲ παννυχίδων ἤδη στυγεραὶ ξυνίσασ’ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, ὅσα τὸν δύστηνον ἐμὸν θρηνῶ πατέρ’, ὃν κατὰ μὲν βάρβαρον αἰᾶν φοίνιοσ Ἄρησ οὐκ ἐξένισεν, μήτηρ δ’ ἡμὴ χὠ κοινολεχὴσ Αἴγισθοσ ὅπωσ δρῦν ὑλοτόμοι σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, κοὐδεὶσ τούτων οἶκτοσ ἀπ’ ἄλλησ ἢ ’μοῦ φέρεται, σοῦ, πάτερ, οὕτωσ αἰκῶσ οἰκτρῶσ τε θανόντοσ. (Sophocles, episode, anapests2)

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION