Ancient Greek-English Dictionary Language

κοινοβουλέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κοινοβουλέω

Structure: κοινοβουλέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: boulh/

Sense

  1. to deliberate in common

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κοινοβουλῶ κοινοβουλεῖς κοινοβουλεῖ
Dual κοινοβουλεῖτον κοινοβουλεῖτον
Plural κοινοβουλοῦμεν κοινοβουλεῖτε κοινοβουλοῦσιν*
SubjunctiveSingular κοινοβουλῶ κοινοβουλῇς κοινοβουλῇ
Dual κοινοβουλῆτον κοινοβουλῆτον
Plural κοινοβουλῶμεν κοινοβουλῆτε κοινοβουλῶσιν*
OptativeSingular κοινοβουλοῖμι κοινοβουλοῖς κοινοβουλοῖ
Dual κοινοβουλοῖτον κοινοβουλοίτην
Plural κοινοβουλοῖμεν κοινοβουλοῖτε κοινοβουλοῖεν
ImperativeSingular κοινοβούλει κοινοβουλείτω
Dual κοινοβουλεῖτον κοινοβουλείτων
Plural κοινοβουλεῖτε κοινοβουλούντων, κοινοβουλείτωσαν
Infinitive κοινοβουλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
κοινοβουλων κοινοβουλουντος κοινοβουλουσα κοινοβουλουσης κοινοβουλουν κοινοβουλουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κοινοβουλοῦμαι κοινοβουλεῖ, κοινοβουλῇ κοινοβουλεῖται
Dual κοινοβουλεῖσθον κοινοβουλεῖσθον
Plural κοινοβουλούμεθα κοινοβουλεῖσθε κοινοβουλοῦνται
SubjunctiveSingular κοινοβουλῶμαι κοινοβουλῇ κοινοβουλῆται
Dual κοινοβουλῆσθον κοινοβουλῆσθον
Plural κοινοβουλώμεθα κοινοβουλῆσθε κοινοβουλῶνται
OptativeSingular κοινοβουλοίμην κοινοβουλοῖο κοινοβουλοῖτο
Dual κοινοβουλοῖσθον κοινοβουλοίσθην
Plural κοινοβουλοίμεθα κοινοβουλοῖσθε κοινοβουλοῖντο
ImperativeSingular κοινοβουλοῦ κοινοβουλείσθω
Dual κοινοβουλεῖσθον κοινοβουλείσθων
Plural κοινοβουλεῖσθε κοινοβουλείσθων, κοινοβουλείσθωσαν
Infinitive κοινοβουλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κοινοβουλουμενος κοινοβουλουμενου κοινοβουλουμενη κοινοβουλουμενης κοινοβουλουμενον κοινοβουλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • συσκηνοῦσι δὲ αὐτῷ οἱ πολέμαρχοι, ὅπωσ ἀεὶ συνόντεσ μᾶλλον καὶ κοινοβουλῶσιν, ἤν τι δέωνται· (Xenophon, Minor Works, , chapter 13 2:3)

Synonyms

  1. to deliberate in common

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION