헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κίμβιξ

3군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κίμβιξ κίμβικος

형태분석: κιμβικ (어간) + ς (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. a niggard

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὄντωσ δ’ ἦν ὡσ ἀληθῶσ κίμβιξ ὁ Σιμωνίδησ καὶ αἰσχροκερδήσ, ὡσ Χαμαιλέων φησίν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 73 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 73 2:2)

  • Ἀρχέστρατοσ δ’ ὁ κίμβιξ φησί καὶ θύννησ οὐραῖον ἔχειν ‐ τὴν θυννίδα φωνῶ τὴν μεγάλην, ἧσ μητρόπολισ Βυζάντιόν ἐστιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 67 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 67 2:1)

  • αὐτῶν δὲ τούτων εἴδη λέγονται διαφέροντα τῷ μᾶλλον καὶ ἧττον περὶ μόρια, οἱο͂ν ἀνελεύθεροσ φειδωλὸσ καὶ κίμβιξ καὶ αἰσχροκερδήσ, φειδωλὸσ μὲν ἐν τῷ μὴ προί̈εσθαι, αἰσχροκερδὴσ δ’ ἐν τῷ ὁτιοῦν προσίεσθαι, κίμβιξ δὲ ὁ σφόδρα περὶ μικρὰ διατεινόμενοσ, παραλογιστὴσ δὲ καὶ ἀποστερητὴσ ὁ ἄδικοσ κατ’ ἀνελευθερίαν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 90:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 90:1)

  • οἱ μὲν γὰρ ἐν ταῖσ τοιαύταισ προσηγορίαισ οἱο͂ν φειδωλοὶ γλίσχροι κίμβικεσ, πάντεσ τῇ δόσει ἐλλείπουσι, τῶν δ’ ἀλλοτρίων οὐκ ἐφίενται οὐδὲ βούλονται λαμβάνειν, οἳ μὲν διά τινα ἐπιείκειαν καὶ εὐλάβειαν τῶν αἰσχρῶν δοκοῦσι γὰρ ἔνιοι ἢ φασί γε διὰ τοῦτο φυλάττειν, ἵνα μή ποτ’ ἀναγκασθῶσιν αἰσχρόν τι πρᾶξαι· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 34:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 4 34:1)

유의어

  1. a niggard

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION