헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κερματίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κερματίζω

형태분석: κερματίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 다지다, 썰다
  1. to cut small, mince, chop up
  2. to coin into small money

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κερματίζω

(나는) 다진다

κερματίζεις

(너는) 다진다

κερματίζει

(그는) 다진다

쌍수 κερματίζετον

(너희 둘은) 다진다

κερματίζετον

(그 둘은) 다진다

복수 κερματίζομεν

(우리는) 다진다

κερματίζετε

(너희는) 다진다

κερματίζουσιν*

(그들은) 다진다

접속법단수 κερματίζω

(나는) 다지자

κερματίζῃς

(너는) 다지자

κερματίζῃ

(그는) 다지자

쌍수 κερματίζητον

(너희 둘은) 다지자

κερματίζητον

(그 둘은) 다지자

복수 κερματίζωμεν

(우리는) 다지자

κερματίζητε

(너희는) 다지자

κερματίζωσιν*

(그들은) 다지자

기원법단수 κερματίζοιμι

(나는) 다지기를 (바라다)

κερματίζοις

(너는) 다지기를 (바라다)

κερματίζοι

(그는) 다지기를 (바라다)

쌍수 κερματίζοιτον

(너희 둘은) 다지기를 (바라다)

κερματιζοίτην

(그 둘은) 다지기를 (바라다)

복수 κερματίζοιμεν

(우리는) 다지기를 (바라다)

κερματίζοιτε

(너희는) 다지기를 (바라다)

κερματίζοιεν

(그들은) 다지기를 (바라다)

명령법단수 κερμάτιζε

(너는) 다져라

κερματιζέτω

(그는) 다져라

쌍수 κερματίζετον

(너희 둘은) 다져라

κερματιζέτων

(그 둘은) 다져라

복수 κερματίζετε

(너희는) 다져라

κερματιζόντων, κερματιζέτωσαν

(그들은) 다져라

부정사 κερματίζειν

다지는 것

분사 남성여성중성
κερματιζων

κερματιζοντος

κερματιζουσα

κερματιζουσης

κερματιζον

κερματιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κερματίζομαι

(나는) 다져진다

κερματίζει, κερματίζῃ

(너는) 다져진다

κερματίζεται

(그는) 다져진다

쌍수 κερματίζεσθον

(너희 둘은) 다져진다

κερματίζεσθον

(그 둘은) 다져진다

복수 κερματιζόμεθα

(우리는) 다져진다

κερματίζεσθε

(너희는) 다져진다

κερματίζονται

(그들은) 다져진다

접속법단수 κερματίζωμαι

(나는) 다져지자

κερματίζῃ

(너는) 다져지자

κερματίζηται

(그는) 다져지자

쌍수 κερματίζησθον

(너희 둘은) 다져지자

κερματίζησθον

(그 둘은) 다져지자

복수 κερματιζώμεθα

(우리는) 다져지자

κερματίζησθε

(너희는) 다져지자

κερματίζωνται

(그들은) 다져지자

기원법단수 κερματιζοίμην

(나는) 다져지기를 (바라다)

κερματίζοιο

(너는) 다져지기를 (바라다)

κερματίζοιτο

(그는) 다져지기를 (바라다)

쌍수 κερματίζοισθον

(너희 둘은) 다져지기를 (바라다)

κερματιζοίσθην

(그 둘은) 다져지기를 (바라다)

복수 κερματιζοίμεθα

(우리는) 다져지기를 (바라다)

κερματίζοισθε

(너희는) 다져지기를 (바라다)

κερματίζοιντο

(그들은) 다져지기를 (바라다)

명령법단수 κερματίζου

(너는) 다져져라

κερματιζέσθω

(그는) 다져져라

쌍수 κερματίζεσθον

(너희 둘은) 다져져라

κερματιζέσθων

(그 둘은) 다져져라

복수 κερματίζεσθε

(너희는) 다져져라

κερματιζέσθων, κερματιζέσθωσαν

(그들은) 다져져라

부정사 κερματίζεσθαι

다져지는 것

분사 남성여성중성
κερματιζομενος

κερματιζομενου

κερματιζομενη

κερματιζομενης

κερματιζομενον

κερματιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκερμάτιζον

(나는) 다지고 있었다

ἐκερμάτιζες

(너는) 다지고 있었다

ἐκερμάτιζεν*

(그는) 다지고 있었다

쌍수 ἐκερματίζετον

(너희 둘은) 다지고 있었다

ἐκερματιζέτην

(그 둘은) 다지고 있었다

복수 ἐκερματίζομεν

(우리는) 다지고 있었다

ἐκερματίζετε

(너희는) 다지고 있었다

ἐκερμάτιζον

(그들은) 다지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκερματιζόμην

(나는) 다져지고 있었다

ἐκερματίζου

(너는) 다져지고 있었다

ἐκερματίζετο

(그는) 다져지고 있었다

쌍수 ἐκερματίζεσθον

(너희 둘은) 다져지고 있었다

ἐκερματιζέσθην

(그 둘은) 다져지고 있었다

복수 ἐκερματιζόμεθα

(우리는) 다져지고 있었다

ἐκερματίζεσθε

(너희는) 다져지고 있었다

ἐκερματίζοντο

(그들은) 다져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν δὲ λεπτότητα τῶν πλευρῶν καὶ γωνιῶν ὀξύτητα τῶν τε μορίων σμικρότητα καὶ τῆσ φορᾶσ τὸ τάχοσ, οἷσ πᾶσι σφοδρὸν ὂν καὶ τομὸν ὀξέωσ τὸ προστυχὸν ἀεὶ τέμνει, λογιστέον ἀναμιμνῃσκομένοισ τὴν τοῦ σχήματοσ αὐτοῦ γένεσιν, ὅτι μάλιστα ἐκείνη καὶ οὐκ ἄλλη φύσισ διακρίνουσα ἡμῶν κατὰ σμικρά τε τὰ σώματα κερματίζουσα τοῦτο ὃ νῦν θερμὸν λέγομεν εἰκότωσ τὸ πάθημα καὶ τοὔνομα παρέσχεν. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 286:2)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 286:2)

유의어

  1. 다지다

  2. to coin into small money

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION