헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κεραυνοβολέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κεραυνοβολέω

형태분석: κεραυνοβολέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from keraunobo/los

  1. to hurl the thunderbolt
  2. to strike therewith

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεραυνοβολῶ

κεραυνοβολεῖς

κεραυνοβολεῖ

쌍수 κεραυνοβολεῖτον

κεραυνοβολεῖτον

복수 κεραυνοβολοῦμεν

κεραυνοβολεῖτε

κεραυνοβολοῦσιν*

접속법단수 κεραυνοβολῶ

κεραυνοβολῇς

κεραυνοβολῇ

쌍수 κεραυνοβολῆτον

κεραυνοβολῆτον

복수 κεραυνοβολῶμεν

κεραυνοβολῆτε

κεραυνοβολῶσιν*

기원법단수 κεραυνοβολοῖμι

κεραυνοβολοῖς

κεραυνοβολοῖ

쌍수 κεραυνοβολοῖτον

κεραυνοβολοίτην

복수 κεραυνοβολοῖμεν

κεραυνοβολοῖτε

κεραυνοβολοῖεν

명령법단수 κεραυνοβόλει

κεραυνοβολείτω

쌍수 κεραυνοβολεῖτον

κεραυνοβολείτων

복수 κεραυνοβολεῖτε

κεραυνοβολούντων, κεραυνοβολείτωσαν

부정사 κεραυνοβολεῖν

분사 남성여성중성
κεραυνοβολων

κεραυνοβολουντος

κεραυνοβολουσα

κεραυνοβολουσης

κεραυνοβολουν

κεραυνοβολουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεραυνοβολοῦμαι

κεραυνοβολεῖ, κεραυνοβολῇ

κεραυνοβολεῖται

쌍수 κεραυνοβολεῖσθον

κεραυνοβολεῖσθον

복수 κεραυνοβολούμεθα

κεραυνοβολεῖσθε

κεραυνοβολοῦνται

접속법단수 κεραυνοβολῶμαι

κεραυνοβολῇ

κεραυνοβολῆται

쌍수 κεραυνοβολῆσθον

κεραυνοβολῆσθον

복수 κεραυνοβολώμεθα

κεραυνοβολῆσθε

κεραυνοβολῶνται

기원법단수 κεραυνοβολοίμην

κεραυνοβολοῖο

κεραυνοβολοῖτο

쌍수 κεραυνοβολοῖσθον

κεραυνοβολοίσθην

복수 κεραυνοβολοίμεθα

κεραυνοβολοῖσθε

κεραυνοβολοῖντο

명령법단수 κεραυνοβολοῦ

κεραυνοβολείσθω

쌍수 κεραυνοβολεῖσθον

κεραυνοβολείσθων

복수 κεραυνοβολεῖσθε

κεραυνοβολείσθων, κεραυνοβολείσθωσαν

부정사 κεραυνοβολεῖσθαι

분사 남성여성중성
κεραυνοβολουμενος

κεραυνοβολουμενου

κεραυνοβολουμενη

κεραυνοβολουμενης

κεραυνοβολουμενον

κεραυνοβολουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Μητρόδωροσ, ὅταν εἰσ νέφοσ πεπηγὸσ ὑπὸ πυκνότητοσ ἐμπέσῃ πνεῦμα, τῇ μὲν θραύσει τὸν κτύπον ἀποτελεῖ τῇ πληγῇ καὶ τῷ σχισμῷ διαυγάζει, τῇ δ’ ὀξύτητι τῆσ φορᾶσ προσλαμβάνον τὴν ἀπὸ τοῦ ἡλίου θερμότητα κεραυνοβολεῖ, τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰσ πρηστῆρα περιίστησιν. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 3, 2:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 3, 2:1)

  • ὡσ γὰρ Ὀλύμπου Ζεὺσ νέον οἶδεν ὁ παῖσ μακρὰ κεραυνοβολεῖν. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 122 1:3)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 122 1:3)

유의어

  1. to hurl the thunderbolt

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION