헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κερασφόρος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κερασφόρος κερασφόρον

형태분석: κερασφορ (어간) + ος (어미)

어원: fe/rw

  1. 뿔이 있는, 뿔을 가진
  1. horn-bearing, horned

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 κερασφόρος

뿔이 있는 (이)가

κεράσφορον

뿔이 있는 (것)가

속격 κερασφόρου

뿔이 있는 (이)의

κερασφόρου

뿔이 있는 (것)의

여격 κερασφόρῳ

뿔이 있는 (이)에게

κερασφόρῳ

뿔이 있는 (것)에게

대격 κερασφόρον

뿔이 있는 (이)를

κεράσφορον

뿔이 있는 (것)를

호격 κερασφόρε

뿔이 있는 (이)야

κεράσφορον

뿔이 있는 (것)야

쌍수주/대/호 κερασφόρω

뿔이 있는 (이)들이

κερασφόρω

뿔이 있는 (것)들이

속/여 κερασφόροιν

뿔이 있는 (이)들의

κερασφόροιν

뿔이 있는 (것)들의

복수주격 κερασφόροι

뿔이 있는 (이)들이

κεράσφορα

뿔이 있는 (것)들이

속격 κερασφόρων

뿔이 있는 (이)들의

κερασφόρων

뿔이 있는 (것)들의

여격 κερασφόροις

뿔이 있는 (이)들에게

κερασφόροις

뿔이 있는 (것)들에게

대격 κερασφόρους

뿔이 있는 (이)들을

κεράσφορα

뿔이 있는 (것)들을

호격 κερασφόροι

뿔이 있는 (이)들아

κεράσφορα

뿔이 있는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸν μὲν στρατηλάτην αὐτὸν ἐφ’ ἁρ́ματοσ ὀχεῖσθαι παρδάλεων ὑπεζευγμένων, ἀγένειον ἀκριβῶσ, οὐδ’ ἐπ’ ὀλίγον τὴν παρειὰν χνοῶντα, κερασφόρον, βοτρύοισ ἐστεφανωμένον, μίτρᾳ τὴν κόμην ἀναδεδεμένον, ἐν πορφυρίδι καὶ χρυσῇ ἐμβάδι· (Lucian, (no name) 2:1)

    (루키아노스, (no name) 2:1)

  • μὴ πρότερον ἀπέλθῃσ, ὦ Ἑρμῆ, πρὶν εἰπεῖν ὅστισ οὗτοσ ὁ προσιών ἐστιν, ὁ κερασφόροσ, ὁ τὴν σύριγγα, ὁ λάσιοσ ἐκ τοῖν σκελοῖν. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 9:4)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 9:4)

  • εἰ δὲ κερασφόροσ καὶ τραγοσκελὴσ εἶ, μὴ λυπείτω σε· (Lucian, Dialogi deorum, 4:3)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 4:3)

  • κοινὸν αἷμα, κοινὰ τέκεα τᾶσ κερασφόρου πέφυκεν Ιοὖσ· (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 24)

    (에우리피데스, Phoenissae, choral, strophe 24)

  • ἤ μᾶλλον, ὅτι τοῦ βοὸσ ὁ ποὺσ ἀβλαβήσ ἐστι τὸ δὲ κερασφόρον ἐπιβλαβέσ, οὕτω τὸν θεὸν παρακαλοῦσι πρᾶον ἐλθεῖν καὶ ἄλυπον; (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 36 1:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 36 1:2)

유의어

  1. 뿔이 있는

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION