Ancient Greek-English Dictionary Language

κεφαλαιώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κεφαλαιώδης κεφαλαιώδες

Structure: κεφαλαιωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. capital, principal, chief, summarily

Examples

  • ἁψάμενόσ τε τῶν συγγραφέων ἐδήλωσα καὶ περὶ Θουκυδίδου τὰ δοκοῦντά μοι, συντόμῳ τε καὶ κεφαλαιώδει γραφῇ περιλαβών, οὐ δι’ ὀλιγωρίαν καὶ ῥᾳστώνην οὐδὲ διὰ σπάνιν τῶν δυνησομένων βεβαιῶσαι τὰσ προθέσεισ, ἀλλὰ τῆσ εὐκαιρίασ τῶν γραφομένων στοχαζόμενοσ, ὡσ καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἐποίησα. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 1 1:1)
  • ἅπαντα μὲν οὖν ὅσα ἀνάκειται τούτοισ τοῖσ εἰρηνοδίκαισ ἐπελθεῖν διὰ πλῆθοσ οὐ ῥᾴδιον, κεφαλαιώδει δ’ ὑπογραφῇ δηλῶσαι τοιάδ’ ἐστι· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 72 5:2)
  • οὐ γὰρ ἀντακολουθεῖ τῷ κεφαλαιώδει τὸ ὁρικόν" 3· (Epictetus, Works, book 2, 9:3)

Synonyms

  1. capital

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION