- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάτοξυς?

1/3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: katoxys 고전 발음: [까똑쉬] 신약 발음: [까똑쉬]

기본형: κάτοξυς κάτοξεια κάτοξυ

형태분석: κατοξυ (어간) + ς (어미)

  1. 꿰뚫는, 관통하는
  1. very sharp, piercing

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κάτοξυς

꿰뚫는 (이)가

κατόξεια

꿰뚫는 (이)가

κάτοξυ

꿰뚫는 (것)가

속격 κατόξεος

꿰뚫는 (이)의

κατοξείας

꿰뚫는 (이)의

κατόξεος

꿰뚫는 (것)의

여격 κατόξει

꿰뚫는 (이)에게

κατοξείᾳ

꿰뚫는 (이)에게

κατόξει

꿰뚫는 (것)에게

대격 κάτοξυν

꿰뚫는 (이)를

κατόξειαν

꿰뚫는 (이)를

κάτοξυ

꿰뚫는 (것)를

호격 κάτοξυ

꿰뚫는 (이)야

κατόξεια

꿰뚫는 (이)야

κάτοξυ

꿰뚫는 (것)야

쌍수주/대/호 κατόξεε

꿰뚫는 (이)들이

κατοξεία

꿰뚫는 (이)들이

κατόξεε

꿰뚫는 (것)들이

속/여 κατοξέοιν

꿰뚫는 (이)들의

κατοξείαιν

꿰뚫는 (이)들의

κατοξέοιν

꿰뚫는 (것)들의

복수주격 κατόξεις

꿰뚫는 (이)들이

κατοξείαι

꿰뚫는 (이)들이

κατόξη

꿰뚫는 (것)들이

속격 κατοξέων

꿰뚫는 (이)들의

κατοξειῶν

꿰뚫는 (이)들의

κατοξέων

꿰뚫는 (것)들의

여격 κατόξεσι(ν)

꿰뚫는 (이)들에게

κατοξείαις

꿰뚫는 (이)들에게

κατόξεσι(ν)

꿰뚫는 (것)들에게

대격 κατόξεις

꿰뚫는 (이)들을

κατοξείας

꿰뚫는 (이)들을

κατόξη

꿰뚫는 (것)들을

호격 κατόξεις

꿰뚫는 (이)들아

κατοξείαι

꿰뚫는 (이)들아

κατόξη

꿰뚫는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἡ συνάγχη κάτοξυ μέντοι πάθος· ἀναπνοῆς γὰρ ἡ πίεσις. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 55)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 55)

  • Ποικίλον ἠδὲ ἀλλόκοτον κακὸν ἡ ἐπιληψίη, θηριῶδες μὲν ἐν παροξυσμοῖσι καὶ κάτοξυ καὶ ὀλέθριον. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 22)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 22)

  • Εὖτε ὁκόσοισι περιπνευμον ικοῖσι ἂν φλέγμα ἐῄ, καὶ μὴ διαχέηται, περιγίγνονται· οἱ δὲ διαδιδρήσκοντες τὸ κάτοξυ τοῦ πάθεος ἔμπυοι γίγνονται. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 193)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 193)

  • Οὐκ ἀμβολῆς καιρὸς ἐν πλευριτικοῖσι, οὐδ ὑπερθέσιος μεγάλης ἰητρείης· ὅ τε γὰρ πυρετὸς, κάτοξυς ἐὼν, ἐς ὄλεθρον ὁρμᾷ· ἥ τε ὀδύνη τοῦ ὑπεζωκότος ξυνεπείγει ἐπὶ τὸ κάκιον· ἀτὰρ καὶ βῆχες κλονέουσαι τὸν θώρηκα καὶ τὴν κεφαλὴν ὑπολύουσι τὰς δυνάμιας . (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 345)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 345)

  • Κάτοξυ καὶ ἐπίκαιρον κακὸν φλεγμασίη καὶ πρῆσις τοῦ πνεύμονος, ἐφ οἷσι πνὶξ ὀλιγοχρονίη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 1)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 1)

유의어

  1. 꿰뚫는

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION