헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατηρεμίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατηρεμίζω κατηρεμίσω

형태분석: κατ (접두사) + ἠρεμίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 진정시키다, 달래다, 누그러뜨리다
  1. to calm, appease

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηρεμίζω

(나는) 진정시킨다

κατηρεμίζεις

(너는) 진정시킨다

κατηρεμίζει

(그는) 진정시킨다

쌍수 κατηρεμίζετον

(너희 둘은) 진정시킨다

κατηρεμίζετον

(그 둘은) 진정시킨다

복수 κατηρεμίζομεν

(우리는) 진정시킨다

κατηρεμίζετε

(너희는) 진정시킨다

κατηρεμίζουσιν*

(그들은) 진정시킨다

접속법단수 κατηρεμίζω

(나는) 진정시키자

κατηρεμίζῃς

(너는) 진정시키자

κατηρεμίζῃ

(그는) 진정시키자

쌍수 κατηρεμίζητον

(너희 둘은) 진정시키자

κατηρεμίζητον

(그 둘은) 진정시키자

복수 κατηρεμίζωμεν

(우리는) 진정시키자

κατηρεμίζητε

(너희는) 진정시키자

κατηρεμίζωσιν*

(그들은) 진정시키자

기원법단수 κατηρεμίζοιμι

(나는) 진정시키기를 (바라다)

κατηρεμίζοις

(너는) 진정시키기를 (바라다)

κατηρεμίζοι

(그는) 진정시키기를 (바라다)

쌍수 κατηρεμίζοιτον

(너희 둘은) 진정시키기를 (바라다)

κατηρεμιζοίτην

(그 둘은) 진정시키기를 (바라다)

복수 κατηρεμίζοιμεν

(우리는) 진정시키기를 (바라다)

κατηρεμίζοιτε

(너희는) 진정시키기를 (바라다)

κατηρεμίζοιεν

(그들은) 진정시키기를 (바라다)

명령법단수 κατηρέμιζε

(너는) 진정시켜라

κατηρεμιζέτω

(그는) 진정시켜라

쌍수 κατηρεμίζετον

(너희 둘은) 진정시켜라

κατηρεμιζέτων

(그 둘은) 진정시켜라

복수 κατηρεμίζετε

(너희는) 진정시켜라

κατηρεμιζόντων, κατηρεμιζέτωσαν

(그들은) 진정시켜라

부정사 κατηρεμίζειν

진정시키는 것

분사 남성여성중성
κατηρεμιζων

κατηρεμιζοντος

κατηρεμιζουσα

κατηρεμιζουσης

κατηρεμιζον

κατηρεμιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηρεμίζομαι

(나는) 진정한다

κατηρεμίζει, κατηρεμίζῃ

(너는) 진정한다

κατηρεμίζεται

(그는) 진정한다

쌍수 κατηρεμίζεσθον

(너희 둘은) 진정한다

κατηρεμίζεσθον

(그 둘은) 진정한다

복수 κατηρεμιζόμεθα

(우리는) 진정한다

κατηρεμίζεσθε

(너희는) 진정한다

κατηρεμίζονται

(그들은) 진정한다

접속법단수 κατηρεμίζωμαι

(나는) 진정하자

κατηρεμίζῃ

(너는) 진정하자

κατηρεμίζηται

(그는) 진정하자

쌍수 κατηρεμίζησθον

(너희 둘은) 진정하자

κατηρεμίζησθον

(그 둘은) 진정하자

복수 κατηρεμιζώμεθα

(우리는) 진정하자

κατηρεμίζησθε

(너희는) 진정하자

κατηρεμίζωνται

(그들은) 진정하자

기원법단수 κατηρεμιζοίμην

(나는) 진정하기를 (바라다)

κατηρεμίζοιο

(너는) 진정하기를 (바라다)

κατηρεμίζοιτο

(그는) 진정하기를 (바라다)

쌍수 κατηρεμίζοισθον

(너희 둘은) 진정하기를 (바라다)

κατηρεμιζοίσθην

(그 둘은) 진정하기를 (바라다)

복수 κατηρεμιζοίμεθα

(우리는) 진정하기를 (바라다)

κατηρεμίζοισθε

(너희는) 진정하기를 (바라다)

κατηρεμίζοιντο

(그들은) 진정하기를 (바라다)

명령법단수 κατηρεμίζου

(너는) 진정해라

κατηρεμιζέσθω

(그는) 진정해라

쌍수 κατηρεμίζεσθον

(너희 둘은) 진정해라

κατηρεμιζέσθων

(그 둘은) 진정해라

복수 κατηρεμίζεσθε

(너희는) 진정해라

κατηρεμιζέσθων, κατηρεμιζέσθωσαν

(그들은) 진정해라

부정사 κατηρεμίζεσθαι

진정하는 것

분사 남성여성중성
κατηρεμιζομενος

κατηρεμιζομενου

κατηρεμιζομενη

κατηρεμιζομενης

κατηρεμιζομενον

κατηρεμιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηρεμίσω

(나는) 진정시키겠다

κατηρεμίσεις

(너는) 진정시키겠다

κατηρεμίσει

(그는) 진정시키겠다

쌍수 κατηρεμίσετον

(너희 둘은) 진정시키겠다

κατηρεμίσετον

(그 둘은) 진정시키겠다

복수 κατηρεμίσομεν

(우리는) 진정시키겠다

κατηρεμίσετε

(너희는) 진정시키겠다

κατηρεμίσουσιν*

(그들은) 진정시키겠다

기원법단수 κατηρεμίσοιμι

(나는) 진정시키겠기를 (바라다)

κατηρεμίσοις

(너는) 진정시키겠기를 (바라다)

κατηρεμίσοι

(그는) 진정시키겠기를 (바라다)

쌍수 κατηρεμίσοιτον

(너희 둘은) 진정시키겠기를 (바라다)

κατηρεμισοίτην

(그 둘은) 진정시키겠기를 (바라다)

복수 κατηρεμίσοιμεν

(우리는) 진정시키겠기를 (바라다)

κατηρεμίσοιτε

(너희는) 진정시키겠기를 (바라다)

κατηρεμίσοιεν

(그들은) 진정시키겠기를 (바라다)

부정사 κατηρεμίσειν

진정시킬 것

분사 남성여성중성
κατηρεμισων

κατηρεμισοντος

κατηρεμισουσα

κατηρεμισουσης

κατηρεμισον

κατηρεμισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηρεμίσομαι

(나는) 진정하겠다

κατηρεμίσει, κατηρεμίσῃ

(너는) 진정하겠다

κατηρεμίσεται

(그는) 진정하겠다

쌍수 κατηρεμίσεσθον

(너희 둘은) 진정하겠다

κατηρεμίσεσθον

(그 둘은) 진정하겠다

복수 κατηρεμισόμεθα

(우리는) 진정하겠다

κατηρεμίσεσθε

(너희는) 진정하겠다

κατηρεμίσονται

(그들은) 진정하겠다

기원법단수 κατηρεμισοίμην

(나는) 진정하겠기를 (바라다)

κατηρεμίσοιο

(너는) 진정하겠기를 (바라다)

κατηρεμίσοιτο

(그는) 진정하겠기를 (바라다)

쌍수 κατηρεμίσοισθον

(너희 둘은) 진정하겠기를 (바라다)

κατηρεμισοίσθην

(그 둘은) 진정하겠기를 (바라다)

복수 κατηρεμισοίμεθα

(우리는) 진정하겠기를 (바라다)

κατηρεμίσοισθε

(너희는) 진정하겠기를 (바라다)

κατηρεμίσοιντο

(그들은) 진정하겠기를 (바라다)

부정사 κατηρεμίσεσθαι

진정할 것

분사 남성여성중성
κατηρεμισομενος

κατηρεμισομενου

κατηρεμισομενη

κατηρεμισομενης

κατηρεμισομενον

κατηρεμισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηρέμιζον

(나는) 진정시키고 있었다

κατηρέμιζες

(너는) 진정시키고 있었다

κατηρέμιζεν*

(그는) 진정시키고 있었다

쌍수 κατηρεμίζετον

(너희 둘은) 진정시키고 있었다

κατηρεμιζέτην

(그 둘은) 진정시키고 있었다

복수 κατηρεμίζομεν

(우리는) 진정시키고 있었다

κατηρεμίζετε

(너희는) 진정시키고 있었다

κατηρέμιζον

(그들은) 진정시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηρεμιζόμην

(나는) 진정하고 있었다

κατηρεμίζου

(너는) 진정하고 있었다

κατηρεμίζετο

(그는) 진정하고 있었다

쌍수 κατηρεμίζεσθον

(너희 둘은) 진정하고 있었다

κατηρεμιζέσθην

(그 둘은) 진정하고 있었다

복수 κατηρεμιζόμεθα

(우리는) 진정하고 있었다

κατηρεμίζεσθε

(너희는) 진정하고 있었다

κατηρεμίζοντο

(그들은) 진정하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 진정시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION