헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατευνάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατευνάζω κατευνάσω

형태분석: κατ (접두사) + εὐνάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 주다, 쉬다, 연회를 베풀다, 휴식하다, 혼을 불어넣다, 짚다, 재우다, 벌이다
  1. to put to bed, lull to sleep, assigned, quarters, to give, rest, to lie down to sleep

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατευνάζω

(나는) 준다

κατευνάζεις

(너는) 준다

κατευνάζει

(그는) 준다

쌍수 κατευνάζετον

(너희 둘은) 준다

κατευνάζετον

(그 둘은) 준다

복수 κατευνάζομεν

(우리는) 준다

κατευνάζετε

(너희는) 준다

κατευνάζουσιν*

(그들은) 준다

접속법단수 κατευνάζω

(나는) 주자

κατευνάζῃς

(너는) 주자

κατευνάζῃ

(그는) 주자

쌍수 κατευνάζητον

(너희 둘은) 주자

κατευνάζητον

(그 둘은) 주자

복수 κατευνάζωμεν

(우리는) 주자

κατευνάζητε

(너희는) 주자

κατευνάζωσιν*

(그들은) 주자

기원법단수 κατευνάζοιμι

(나는) 주기를 (바라다)

κατευνάζοις

(너는) 주기를 (바라다)

κατευνάζοι

(그는) 주기를 (바라다)

쌍수 κατευνάζοιτον

(너희 둘은) 주기를 (바라다)

κατευναζοίτην

(그 둘은) 주기를 (바라다)

복수 κατευνάζοιμεν

(우리는) 주기를 (바라다)

κατευνάζοιτε

(너희는) 주기를 (바라다)

κατευνάζοιεν

(그들은) 주기를 (바라다)

명령법단수 κατεύναζε

(너는) 주어라

κατευναζέτω

(그는) 주어라

쌍수 κατευνάζετον

(너희 둘은) 주어라

κατευναζέτων

(그 둘은) 주어라

복수 κατευνάζετε

(너희는) 주어라

κατευναζόντων, κατευναζέτωσαν

(그들은) 주어라

부정사 κατευνάζειν

주는 것

분사 남성여성중성
κατευναζων

κατευναζοντος

κατευναζουσα

κατευναζουσης

κατευναζον

κατευναζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατευνάζομαι

(나는) 주어진다

κατευνάζει, κατευνάζῃ

(너는) 주어진다

κατευνάζεται

(그는) 주어진다

쌍수 κατευνάζεσθον

(너희 둘은) 주어진다

κατευνάζεσθον

(그 둘은) 주어진다

복수 κατευναζόμεθα

(우리는) 주어진다

κατευνάζεσθε

(너희는) 주어진다

κατευνάζονται

(그들은) 주어진다

접속법단수 κατευνάζωμαι

(나는) 주어지자

κατευνάζῃ

(너는) 주어지자

κατευνάζηται

(그는) 주어지자

쌍수 κατευνάζησθον

(너희 둘은) 주어지자

κατευνάζησθον

(그 둘은) 주어지자

복수 κατευναζώμεθα

(우리는) 주어지자

κατευνάζησθε

(너희는) 주어지자

κατευνάζωνται

(그들은) 주어지자

기원법단수 κατευναζοίμην

(나는) 주어지기를 (바라다)

κατευνάζοιο

(너는) 주어지기를 (바라다)

κατευνάζοιτο

(그는) 주어지기를 (바라다)

쌍수 κατευνάζοισθον

(너희 둘은) 주어지기를 (바라다)

κατευναζοίσθην

(그 둘은) 주어지기를 (바라다)

복수 κατευναζοίμεθα

(우리는) 주어지기를 (바라다)

κατευνάζοισθε

(너희는) 주어지기를 (바라다)

κατευνάζοιντο

(그들은) 주어지기를 (바라다)

명령법단수 κατευνάζου

(너는) 주어져라

κατευναζέσθω

(그는) 주어져라

쌍수 κατευνάζεσθον

(너희 둘은) 주어져라

κατευναζέσθων

(그 둘은) 주어져라

복수 κατευνάζεσθε

(너희는) 주어져라

κατευναζέσθων, κατευναζέσθωσαν

(그들은) 주어져라

부정사 κατευνάζεσθαι

주어지는 것

분사 남성여성중성
κατευναζομενος

κατευναζομενου

κατευναζομενη

κατευναζομενης

κατευναζομενον

κατευναζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατευνάσω

(나는) 주겠다

κατευνάσεις

(너는) 주겠다

κατευνάσει

(그는) 주겠다

쌍수 κατευνάσετον

(너희 둘은) 주겠다

κατευνάσετον

(그 둘은) 주겠다

복수 κατευνάσομεν

(우리는) 주겠다

κατευνάσετε

(너희는) 주겠다

κατευνάσουσιν*

(그들은) 주겠다

기원법단수 κατευνάσοιμι

(나는) 주겠기를 (바라다)

κατευνάσοις

(너는) 주겠기를 (바라다)

κατευνάσοι

(그는) 주겠기를 (바라다)

쌍수 κατευνάσοιτον

(너희 둘은) 주겠기를 (바라다)

κατευνασοίτην

(그 둘은) 주겠기를 (바라다)

복수 κατευνάσοιμεν

(우리는) 주겠기를 (바라다)

κατευνάσοιτε

(너희는) 주겠기를 (바라다)

κατευνάσοιεν

(그들은) 주겠기를 (바라다)

부정사 κατευνάσειν

줄 것

분사 남성여성중성
κατευνασων

κατευνασοντος

κατευνασουσα

κατευνασουσης

κατευνασον

κατευνασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατευνάσομαι

(나는) 주어지겠다

κατευνάσει, κατευνάσῃ

(너는) 주어지겠다

κατευνάσεται

(그는) 주어지겠다

쌍수 κατευνάσεσθον

(너희 둘은) 주어지겠다

κατευνάσεσθον

(그 둘은) 주어지겠다

복수 κατευνασόμεθα

(우리는) 주어지겠다

κατευνάσεσθε

(너희는) 주어지겠다

κατευνάσονται

(그들은) 주어지겠다

기원법단수 κατευνασοίμην

(나는) 주어지겠기를 (바라다)

κατευνάσοιο

(너는) 주어지겠기를 (바라다)

κατευνάσοιτο

(그는) 주어지겠기를 (바라다)

쌍수 κατευνάσοισθον

(너희 둘은) 주어지겠기를 (바라다)

κατευνασοίσθην

(그 둘은) 주어지겠기를 (바라다)

복수 κατευνασοίμεθα

(우리는) 주어지겠기를 (바라다)

κατευνάσοισθε

(너희는) 주어지겠기를 (바라다)

κατευνάσοιντο

(그들은) 주어지겠기를 (바라다)

부정사 κατευνάσεσθαι

주어질 것

분사 남성여성중성
κατευνασομενος

κατευνασομενου

κατευνασομενη

κατευνασομενης

κατευνασομενον

κατευνασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηῦ̓ναζον

(나는) 주고 있었다

κατηῦ̓ναζες

(너는) 주고 있었다

κατηῦ̓ναζεν*

(그는) 주고 있었다

쌍수 κατηύ̓ναζετον

(너희 둘은) 주고 있었다

κατηὐνᾶζετην

(그 둘은) 주고 있었다

복수 κατηύ̓ναζομεν

(우리는) 주고 있었다

κατηύ̓ναζετε

(너희는) 주고 있었다

κατηῦ̓ναζον

(그들은) 주고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηὐνᾶζομην

(나는) 주어지고 있었다

κατηύ̓ναζου

(너는) 주어지고 있었다

κατηύ̓ναζετο

(그는) 주어지고 있었다

쌍수 κατηύ̓ναζεσθον

(너희 둘은) 주어지고 있었다

κατηὐνᾶζεσθην

(그 둘은) 주어지고 있었다

복수 κατηὐνᾶζομεθα

(우리는) 주어지고 있었다

κατηύ̓ναζεσθε

(너희는) 주어지고 있었다

κατηύ̓ναζοντο

(그들은) 주어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ᾇ με δαίμων ὁμοιοτάταν κατευνάζει. (Sophocles, Antigone, choral, antistrophe 12)

    (소포클레스, Antigone, choral, antistrophe 12)

  • ὃν αἰόλα νὺξ ἐναριζομένα τίκτει κατευνάζει τε, φλογιζόμενον Ἅλιον Ἅλιον αἰτῶ τοῦτο καρῦξαι, τὸν Ἀλκμήνασ πόθι μοι πόθι παῖσ ναίει ποτ’, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, ἢ ποντίασ αὐλῶνοσ ἢ δισσαῖσιν ἀπείροισ κλιθείσ, εἴπ’, ὦ κρατιστεύων κατ’ ὄμμα. (Sophocles, Trachiniae, choral, strophe 11)

    (소포클레스, 트라키니아이, choral, strophe 11)

  • "ἡ δὲ νὺξ τὰ πλεῖστα καὶ μανιωδέστατα τῶν ἔργων ἀφαιροῦσα παράγει καὶ κατευνάζει τὴν φύσιν, οὐκ ἐξοκέλλουσ’ ὑπὸ τῆσ ὄψεωσ εἰσ ὕβριν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 18:8)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 3, 18:8)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION