헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταψύχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταψύχω καταψύξω

형태분석: καταψύχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 식히다, 차게 하다, 춥다, 냉기를 느끼다, 차갑다
  1. to cool, chill, to be chilled, become cold
  2. to be dried or parched up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταψύχω

(나는) 식힌다

καταψύχεις

(너는) 식힌다

καταψύχει

(그는) 식힌다

쌍수 καταψύχετον

(너희 둘은) 식힌다

καταψύχετον

(그 둘은) 식힌다

복수 καταψύχομεν

(우리는) 식힌다

καταψύχετε

(너희는) 식힌다

καταψύχουσιν*

(그들은) 식힌다

접속법단수 καταψύχω

(나는) 식히자

καταψύχῃς

(너는) 식히자

καταψύχῃ

(그는) 식히자

쌍수 καταψύχητον

(너희 둘은) 식히자

καταψύχητον

(그 둘은) 식히자

복수 καταψύχωμεν

(우리는) 식히자

καταψύχητε

(너희는) 식히자

καταψύχωσιν*

(그들은) 식히자

기원법단수 καταψύχοιμι

(나는) 식히기를 (바라다)

καταψύχοις

(너는) 식히기를 (바라다)

καταψύχοι

(그는) 식히기를 (바라다)

쌍수 καταψύχοιτον

(너희 둘은) 식히기를 (바라다)

καταψυχοίτην

(그 둘은) 식히기를 (바라다)

복수 καταψύχοιμεν

(우리는) 식히기를 (바라다)

καταψύχοιτε

(너희는) 식히기를 (바라다)

καταψύχοιεν

(그들은) 식히기를 (바라다)

명령법단수 κατάψυχε

(너는) 식혀라

καταψυχέτω

(그는) 식혀라

쌍수 καταψύχετον

(너희 둘은) 식혀라

καταψυχέτων

(그 둘은) 식혀라

복수 καταψύχετε

(너희는) 식혀라

καταψυχόντων, καταψυχέτωσαν

(그들은) 식혀라

부정사 καταψύχειν

식히는 것

분사 남성여성중성
καταψυχων

καταψυχοντος

καταψυχουσα

καταψυχουσης

καταψυχον

καταψυχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταψύχομαι

(나는) 식혀진다

καταψύχει, καταψύχῃ

(너는) 식혀진다

καταψύχεται

(그는) 식혀진다

쌍수 καταψύχεσθον

(너희 둘은) 식혀진다

καταψύχεσθον

(그 둘은) 식혀진다

복수 καταψυχόμεθα

(우리는) 식혀진다

καταψύχεσθε

(너희는) 식혀진다

καταψύχονται

(그들은) 식혀진다

접속법단수 καταψύχωμαι

(나는) 식혀지자

καταψύχῃ

(너는) 식혀지자

καταψύχηται

(그는) 식혀지자

쌍수 καταψύχησθον

(너희 둘은) 식혀지자

καταψύχησθον

(그 둘은) 식혀지자

복수 καταψυχώμεθα

(우리는) 식혀지자

καταψύχησθε

(너희는) 식혀지자

καταψύχωνται

(그들은) 식혀지자

기원법단수 καταψυχοίμην

(나는) 식혀지기를 (바라다)

καταψύχοιο

(너는) 식혀지기를 (바라다)

καταψύχοιτο

(그는) 식혀지기를 (바라다)

쌍수 καταψύχοισθον

(너희 둘은) 식혀지기를 (바라다)

καταψυχοίσθην

(그 둘은) 식혀지기를 (바라다)

복수 καταψυχοίμεθα

(우리는) 식혀지기를 (바라다)

καταψύχοισθε

(너희는) 식혀지기를 (바라다)

καταψύχοιντο

(그들은) 식혀지기를 (바라다)

명령법단수 καταψύχου

(너는) 식혀져라

καταψυχέσθω

(그는) 식혀져라

쌍수 καταψύχεσθον

(너희 둘은) 식혀져라

καταψυχέσθων

(그 둘은) 식혀져라

복수 καταψύχεσθε

(너희는) 식혀져라

καταψυχέσθων, καταψυχέσθωσαν

(그들은) 식혀져라

부정사 καταψύχεσθαι

식혀지는 것

분사 남성여성중성
καταψυχομενος

καταψυχομενου

καταψυχομενη

καταψυχομενης

καταψυχομενον

καταψυχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταψύξω

(나는) 식히겠다

καταψύξεις

(너는) 식히겠다

καταψύξει

(그는) 식히겠다

쌍수 καταψύξετον

(너희 둘은) 식히겠다

καταψύξετον

(그 둘은) 식히겠다

복수 καταψύξομεν

(우리는) 식히겠다

καταψύξετε

(너희는) 식히겠다

καταψύξουσιν*

(그들은) 식히겠다

기원법단수 καταψύξοιμι

(나는) 식히겠기를 (바라다)

καταψύξοις

(너는) 식히겠기를 (바라다)

καταψύξοι

(그는) 식히겠기를 (바라다)

쌍수 καταψύξοιτον

(너희 둘은) 식히겠기를 (바라다)

καταψυξοίτην

(그 둘은) 식히겠기를 (바라다)

복수 καταψύξοιμεν

(우리는) 식히겠기를 (바라다)

καταψύξοιτε

(너희는) 식히겠기를 (바라다)

καταψύξοιεν

(그들은) 식히겠기를 (바라다)

부정사 καταψύξειν

식힐 것

분사 남성여성중성
καταψυξων

καταψυξοντος

καταψυξουσα

καταψυξουσης

καταψυξον

καταψυξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταψύξομαι

(나는) 식혀지겠다

καταψύξει, καταψύξῃ

(너는) 식혀지겠다

καταψύξεται

(그는) 식혀지겠다

쌍수 καταψύξεσθον

(너희 둘은) 식혀지겠다

καταψύξεσθον

(그 둘은) 식혀지겠다

복수 καταψυξόμεθα

(우리는) 식혀지겠다

καταψύξεσθε

(너희는) 식혀지겠다

καταψύξονται

(그들은) 식혀지겠다

기원법단수 καταψυξοίμην

(나는) 식혀지겠기를 (바라다)

καταψύξοιο

(너는) 식혀지겠기를 (바라다)

καταψύξοιτο

(그는) 식혀지겠기를 (바라다)

쌍수 καταψύξοισθον

(너희 둘은) 식혀지겠기를 (바라다)

καταψυξοίσθην

(그 둘은) 식혀지겠기를 (바라다)

복수 καταψυξοίμεθα

(우리는) 식혀지겠기를 (바라다)

καταψύξοισθε

(너희는) 식혀지겠기를 (바라다)

καταψύξοιντο

(그들은) 식혀지겠기를 (바라다)

부정사 καταψύξεσθαι

식혀질 것

분사 남성여성중성
καταψυξομενος

καταψυξομενου

καταψυξομενη

καταψυξομενης

καταψυξομενον

καταψυξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκατάψυχον

(나는) 식히고 있었다

ἐκατάψυχες

(너는) 식히고 있었다

ἐκατάψυχεν*

(그는) 식히고 있었다

쌍수 ἐκαταψύχετον

(너희 둘은) 식히고 있었다

ἐκαταψυχέτην

(그 둘은) 식히고 있었다

복수 ἐκαταψύχομεν

(우리는) 식히고 있었다

ἐκαταψύχετε

(너희는) 식히고 있었다

ἐκατάψυχον

(그들은) 식히고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκαταψυχόμην

(나는) 식혀지고 있었다

ἐκαταψύχου

(너는) 식혀지고 있었다

ἐκαταψύχετο

(그는) 식혀지고 있었다

쌍수 ἐκαταψύχεσθον

(너희 둘은) 식혀지고 있었다

ἐκαταψυχέσθην

(그 둘은) 식혀지고 있었다

복수 ἐκαταψυχόμεθα

(우리는) 식혀지고 있었다

ἐκαταψύχεσθε

(너희는) 식혀지고 있었다

ἐκαταψύχοντο

(그들은) 식혀지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "εἴγε μὴ μόνον, ὅσα πυκνοῦν καὶ ξηραίνειν ἐκεῖνοσ, αὕτη μαλάσσειν καὶ διαχεῖν πέφυκεν ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπ’ ἐκείνου θερμότητα καθυγραίνειν καὶ καταψύχειν προσπίπτουσαν αὐτῇ καὶ συμμιγνυμένην. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2534)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2534)

  • ὅθεν ὥσπερ ὁ μάρμαροσ, τοῦ διαπύρου σιδήρου τῷ καταψύχειν τὴν ἄγαν ὑγρότητα καὶ ῥύσιν ἀφαιρῶν, εὔτονον ποιεῖ τὸ μαλασσόμενον αὐτοῦ καὶ τυπούμενον ὁ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, chapter 0 11:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 4, chapter 0 11:1)

  • τροφῇ δὲ χρῶνται τινὲσ μὲν λαμβάνοντεσ τὸν γεννώμενον ἐν τοῖσ ὕδασι καρπόν, ὃσ αὐτοφυὴσ ἀνατέλλει περί τε τὰσ λίμνασ καὶ τοὺσ ἑλώδεισ τόπουσ, τινὲσ δὲ τῆσ ἁπαλωτάτησ ὕλησ τοὺσ ἀκρεμόνασ περικλῶντεσ, οἷσ καὶ τὰ σώματα σκιάζοντεσ περὶ τὰσ μεσημβρίασ καταψύχουσιν, ἔνιοι δὲ σπείροντεσ σήσαμον καὶ λωτόν, εἰσὶ δ’ οἳ ταῖσ ῥίζαισ τῶν καλάμων ταῖσ ἁπαλωτάταισ διατρεφόμενοι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 8 6:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 8 6:1)

  • τινὲσ μὲν γὰρ ἐν σπηλαίοισ κατοικοῦσι κεκλιμένοισ μάλιστα πρὸσ τὰσ ἄρκτουσ, ἐν οἷσ καταψύχουσιν ἑαυτοὺσ διά τε τὸ βάθοσ τῆσ σκιᾶσ καὶ διὰ τὰσ περιπνεούσασ αὔρασ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 19 1:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 19 1:2)

  • τοῦτο δὲ κατὰ τὴν πρὸσ τὸ στερέμνιον πρόσπτωσιν περιθρύβεσθαι, καὶ πανταχόθεν προσχεόμενον καταψύχειν τὰ σώματα τῶν περιτυγχανόντων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 51 5:4)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 51 5:4)

유의어

  1. 식히다

  2. to be dried or parched up

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION