헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταχρώζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταχρώζω καταχρώσω

형태분석: κατα (접두사) + χρώζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 그리다, 칠하다
  1. to colour, to be stained

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχρώζω

(나는) 그린다

καταχρώζεις

(너는) 그린다

καταχρώζει

(그는) 그린다

쌍수 καταχρώζετον

(너희 둘은) 그린다

καταχρώζετον

(그 둘은) 그린다

복수 καταχρώζομεν

(우리는) 그린다

καταχρώζετε

(너희는) 그린다

καταχρώζουσιν*

(그들은) 그린다

접속법단수 καταχρώζω

(나는) 그리자

καταχρώζῃς

(너는) 그리자

καταχρώζῃ

(그는) 그리자

쌍수 καταχρώζητον

(너희 둘은) 그리자

καταχρώζητον

(그 둘은) 그리자

복수 καταχρώζωμεν

(우리는) 그리자

καταχρώζητε

(너희는) 그리자

καταχρώζωσιν*

(그들은) 그리자

기원법단수 καταχρώζοιμι

(나는) 그리기를 (바라다)

καταχρώζοις

(너는) 그리기를 (바라다)

καταχρώζοι

(그는) 그리기를 (바라다)

쌍수 καταχρώζοιτον

(너희 둘은) 그리기를 (바라다)

καταχρωζοίτην

(그 둘은) 그리기를 (바라다)

복수 καταχρώζοιμεν

(우리는) 그리기를 (바라다)

καταχρώζοιτε

(너희는) 그리기를 (바라다)

καταχρώζοιεν

(그들은) 그리기를 (바라다)

명령법단수 καταχρώζε

(너는) 그려라

καταχρωζέτω

(그는) 그려라

쌍수 καταχρώζετον

(너희 둘은) 그려라

καταχρωζέτων

(그 둘은) 그려라

복수 καταχρώζετε

(너희는) 그려라

καταχρωζόντων, καταχρωζέτωσαν

(그들은) 그려라

부정사 καταχρώζειν

그리는 것

분사 남성여성중성
καταχρωζων

καταχρωζοντος

καταχρωζουσα

καταχρωζουσης

καταχρωζον

καταχρωζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχρώζομαι

(나는) 그려진다

καταχρώζει, καταχρώζῃ

(너는) 그려진다

καταχρώζεται

(그는) 그려진다

쌍수 καταχρώζεσθον

(너희 둘은) 그려진다

καταχρώζεσθον

(그 둘은) 그려진다

복수 καταχρωζόμεθα

(우리는) 그려진다

καταχρώζεσθε

(너희는) 그려진다

καταχρώζονται

(그들은) 그려진다

접속법단수 καταχρώζωμαι

(나는) 그려지자

καταχρώζῃ

(너는) 그려지자

καταχρώζηται

(그는) 그려지자

쌍수 καταχρώζησθον

(너희 둘은) 그려지자

καταχρώζησθον

(그 둘은) 그려지자

복수 καταχρωζώμεθα

(우리는) 그려지자

καταχρώζησθε

(너희는) 그려지자

καταχρώζωνται

(그들은) 그려지자

기원법단수 καταχρωζοίμην

(나는) 그려지기를 (바라다)

καταχρώζοιο

(너는) 그려지기를 (바라다)

καταχρώζοιτο

(그는) 그려지기를 (바라다)

쌍수 καταχρώζοισθον

(너희 둘은) 그려지기를 (바라다)

καταχρωζοίσθην

(그 둘은) 그려지기를 (바라다)

복수 καταχρωζοίμεθα

(우리는) 그려지기를 (바라다)

καταχρώζοισθε

(너희는) 그려지기를 (바라다)

καταχρώζοιντο

(그들은) 그려지기를 (바라다)

명령법단수 καταχρώζου

(너는) 그려져라

καταχρωζέσθω

(그는) 그려져라

쌍수 καταχρώζεσθον

(너희 둘은) 그려져라

καταχρωζέσθων

(그 둘은) 그려져라

복수 καταχρώζεσθε

(너희는) 그려져라

καταχρωζέσθων, καταχρωζέσθωσαν

(그들은) 그려져라

부정사 καταχρώζεσθαι

그려지는 것

분사 남성여성중성
καταχρωζομενος

καταχρωζομενου

καταχρωζομενη

καταχρωζομενης

καταχρωζομενον

καταχρωζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχρώσω

(나는) 그리겠다

καταχρώσεις

(너는) 그리겠다

καταχρώσει

(그는) 그리겠다

쌍수 καταχρώσετον

(너희 둘은) 그리겠다

καταχρώσετον

(그 둘은) 그리겠다

복수 καταχρώσομεν

(우리는) 그리겠다

καταχρώσετε

(너희는) 그리겠다

καταχρώσουσιν*

(그들은) 그리겠다

기원법단수 καταχρώσοιμι

(나는) 그리겠기를 (바라다)

καταχρώσοις

(너는) 그리겠기를 (바라다)

καταχρώσοι

(그는) 그리겠기를 (바라다)

쌍수 καταχρώσοιτον

(너희 둘은) 그리겠기를 (바라다)

καταχρωσοίτην

(그 둘은) 그리겠기를 (바라다)

복수 καταχρώσοιμεν

(우리는) 그리겠기를 (바라다)

καταχρώσοιτε

(너희는) 그리겠기를 (바라다)

καταχρώσοιεν

(그들은) 그리겠기를 (바라다)

부정사 καταχρώσειν

그릴 것

분사 남성여성중성
καταχρωσων

καταχρωσοντος

καταχρωσουσα

καταχρωσουσης

καταχρωσον

καταχρωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταχρώσομαι

(나는) 그려지겠다

καταχρώσει, καταχρώσῃ

(너는) 그려지겠다

καταχρώσεται

(그는) 그려지겠다

쌍수 καταχρώσεσθον

(너희 둘은) 그려지겠다

καταχρώσεσθον

(그 둘은) 그려지겠다

복수 καταχρωσόμεθα

(우리는) 그려지겠다

καταχρώσεσθε

(너희는) 그려지겠다

καταχρώσονται

(그들은) 그려지겠다

기원법단수 καταχρωσοίμην

(나는) 그려지겠기를 (바라다)

καταχρώσοιο

(너는) 그려지겠기를 (바라다)

καταχρώσοιτο

(그는) 그려지겠기를 (바라다)

쌍수 καταχρώσοισθον

(너희 둘은) 그려지겠기를 (바라다)

καταχρωσοίσθην

(그 둘은) 그려지겠기를 (바라다)

복수 καταχρωσοίμεθα

(우리는) 그려지겠기를 (바라다)

καταχρώσοισθε

(너희는) 그려지겠기를 (바라다)

καταχρώσοιντο

(그들은) 그려지겠기를 (바라다)

부정사 καταχρώσεσθαι

그려질 것

분사 남성여성중성
καταχρωσομενος

καταχρωσομενου

καταχρωσομενη

καταχρωσομενης

καταχρωσομενον

καταχρωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέχρωζον

(나는) 그리고 있었다

κατέχρωζες

(너는) 그리고 있었다

κατέχρωζεν*

(그는) 그리고 있었다

쌍수 κατεχρώζετον

(너희 둘은) 그리고 있었다

κατεχρωζέτην

(그 둘은) 그리고 있었다

복수 κατεχρώζομεν

(우리는) 그리고 있었다

κατεχρώζετε

(너희는) 그리고 있었다

κατέχρωζον

(그들은) 그리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεχρωζόμην

(나는) 그려지고 있었다

κατεχρώζου

(너는) 그려지고 있었다

κατεχρώζετο

(그는) 그려지고 있었다

쌍수 κατεχρώζεσθον

(너희 둘은) 그려지고 있었다

κατεχρωζέσθην

(그 둘은) 그려지고 있었다

복수 κατεχρωζόμεθα

(우리는) 그려지고 있었다

κατεχρώζεσθε

(너희는) 그려지고 있었다

κατεχρώζοντο

(그들은) 그려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION