헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταστείβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταστείβω καταστείψω

형태분석: κατα (접두사) + στείβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 밟다, 걷다, 딛다
  1. to tread down, to tread

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστείβω

(나는) 밟는다

καταστείβεις

(너는) 밟는다

καταστείβει

(그는) 밟는다

쌍수 καταστείβετον

(너희 둘은) 밟는다

καταστείβετον

(그 둘은) 밟는다

복수 καταστείβομεν

(우리는) 밟는다

καταστείβετε

(너희는) 밟는다

καταστείβουσιν*

(그들은) 밟는다

접속법단수 καταστείβω

(나는) 밟자

καταστείβῃς

(너는) 밟자

καταστείβῃ

(그는) 밟자

쌍수 καταστείβητον

(너희 둘은) 밟자

καταστείβητον

(그 둘은) 밟자

복수 καταστείβωμεν

(우리는) 밟자

καταστείβητε

(너희는) 밟자

καταστείβωσιν*

(그들은) 밟자

기원법단수 καταστείβοιμι

(나는) 밟기를 (바라다)

καταστείβοις

(너는) 밟기를 (바라다)

καταστείβοι

(그는) 밟기를 (바라다)

쌍수 καταστείβοιτον

(너희 둘은) 밟기를 (바라다)

καταστειβοίτην

(그 둘은) 밟기를 (바라다)

복수 καταστείβοιμεν

(우리는) 밟기를 (바라다)

καταστείβοιτε

(너희는) 밟기를 (바라다)

καταστείβοιεν

(그들은) 밟기를 (바라다)

명령법단수 καταστείβε

(너는) 밟아라

καταστειβέτω

(그는) 밟아라

쌍수 καταστείβετον

(너희 둘은) 밟아라

καταστειβέτων

(그 둘은) 밟아라

복수 καταστείβετε

(너희는) 밟아라

καταστειβόντων, καταστειβέτωσαν

(그들은) 밟아라

부정사 καταστείβειν

밟는 것

분사 남성여성중성
καταστειβων

καταστειβοντος

καταστειβουσα

καταστειβουσης

καταστειβον

καταστειβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστείβομαι

(나는) 밟어진다

καταστείβει, καταστείβῃ

(너는) 밟어진다

καταστείβεται

(그는) 밟어진다

쌍수 καταστείβεσθον

(너희 둘은) 밟어진다

καταστείβεσθον

(그 둘은) 밟어진다

복수 καταστειβόμεθα

(우리는) 밟어진다

καταστείβεσθε

(너희는) 밟어진다

καταστείβονται

(그들은) 밟어진다

접속법단수 καταστείβωμαι

(나는) 밟어지자

καταστείβῃ

(너는) 밟어지자

καταστείβηται

(그는) 밟어지자

쌍수 καταστείβησθον

(너희 둘은) 밟어지자

καταστείβησθον

(그 둘은) 밟어지자

복수 καταστειβώμεθα

(우리는) 밟어지자

καταστείβησθε

(너희는) 밟어지자

καταστείβωνται

(그들은) 밟어지자

기원법단수 καταστειβοίμην

(나는) 밟어지기를 (바라다)

καταστείβοιο

(너는) 밟어지기를 (바라다)

καταστείβοιτο

(그는) 밟어지기를 (바라다)

쌍수 καταστείβοισθον

(너희 둘은) 밟어지기를 (바라다)

καταστειβοίσθην

(그 둘은) 밟어지기를 (바라다)

복수 καταστειβοίμεθα

(우리는) 밟어지기를 (바라다)

καταστείβοισθε

(너희는) 밟어지기를 (바라다)

καταστείβοιντο

(그들은) 밟어지기를 (바라다)

명령법단수 καταστείβου

(너는) 밟어져라

καταστειβέσθω

(그는) 밟어져라

쌍수 καταστείβεσθον

(너희 둘은) 밟어져라

καταστειβέσθων

(그 둘은) 밟어져라

복수 καταστείβεσθε

(너희는) 밟어져라

καταστειβέσθων, καταστειβέσθωσαν

(그들은) 밟어져라

부정사 καταστείβεσθαι

밟어지는 것

분사 남성여성중성
καταστειβομενος

καταστειβομενου

καταστειβομενη

καταστειβομενης

καταστειβομενον

καταστειβομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστείψω

(나는) 밟겠다

καταστείψεις

(너는) 밟겠다

καταστείψει

(그는) 밟겠다

쌍수 καταστείψετον

(너희 둘은) 밟겠다

καταστείψετον

(그 둘은) 밟겠다

복수 καταστείψομεν

(우리는) 밟겠다

καταστείψετε

(너희는) 밟겠다

καταστείψουσιν*

(그들은) 밟겠다

기원법단수 καταστείψοιμι

(나는) 밟겠기를 (바라다)

καταστείψοις

(너는) 밟겠기를 (바라다)

καταστείψοι

(그는) 밟겠기를 (바라다)

쌍수 καταστείψοιτον

(너희 둘은) 밟겠기를 (바라다)

καταστειψοίτην

(그 둘은) 밟겠기를 (바라다)

복수 καταστείψοιμεν

(우리는) 밟겠기를 (바라다)

καταστείψοιτε

(너희는) 밟겠기를 (바라다)

καταστείψοιεν

(그들은) 밟겠기를 (바라다)

부정사 καταστείψειν

밟을 것

분사 남성여성중성
καταστειψων

καταστειψοντος

καταστειψουσα

καταστειψουσης

καταστειψον

καταστειψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστείψομαι

(나는) 밟어지겠다

καταστείψει, καταστείψῃ

(너는) 밟어지겠다

καταστείψεται

(그는) 밟어지겠다

쌍수 καταστείψεσθον

(너희 둘은) 밟어지겠다

καταστείψεσθον

(그 둘은) 밟어지겠다

복수 καταστειψόμεθα

(우리는) 밟어지겠다

καταστείψεσθε

(너희는) 밟어지겠다

καταστείψονται

(그들은) 밟어지겠다

기원법단수 καταστειψοίμην

(나는) 밟어지겠기를 (바라다)

καταστείψοιο

(너는) 밟어지겠기를 (바라다)

καταστείψοιτο

(그는) 밟어지겠기를 (바라다)

쌍수 καταστείψοισθον

(너희 둘은) 밟어지겠기를 (바라다)

καταστειψοίσθην

(그 둘은) 밟어지겠기를 (바라다)

복수 καταστειψοίμεθα

(우리는) 밟어지겠기를 (바라다)

καταστείψοισθε

(너희는) 밟어지겠기를 (바라다)

καταστείψοιντο

(그들은) 밟어지겠기를 (바라다)

부정사 καταστείψεσθαι

밟어질 것

분사 남성여성중성
καταστειψομενος

καταστειψομενου

καταστειψομενη

καταστειψομενης

καταστειψομενον

καταστειψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέστειβον

(나는) 밟고 있었다

κατέστειβες

(너는) 밟고 있었다

κατέστειβεν*

(그는) 밟고 있었다

쌍수 κατεστείβετον

(너희 둘은) 밟고 있었다

κατεστειβέτην

(그 둘은) 밟고 있었다

복수 κατεστείβομεν

(우리는) 밟고 있었다

κατεστείβετε

(너희는) 밟고 있었다

κατέστειβον

(그들은) 밟고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστειβόμην

(나는) 밟어지고 있었다

κατεστείβου

(너는) 밟어지고 있었다

κατεστείβετο

(그는) 밟어지고 있었다

쌍수 κατεστείβεσθον

(너희 둘은) 밟어지고 있었다

κατεστειβέσθην

(그 둘은) 밟어지고 있었다

복수 κατεστειβόμεθα

(우리는) 밟어지고 있었다

κατεστείβεσθε

(너희는) 밟어지고 있었다

κατεστείβοντο

(그들은) 밟어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 밟다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION