Ancient Greek-English Dictionary Language

κατασθμαίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατασθμαίνω

Structure: κατ (Prefix) + ἀσθμαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to pant and struggle against

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατασθμαίνω κατασθμαίνεις κατασθμαίνει
Dual κατασθμαίνετον κατασθμαίνετον
Plural κατασθμαίνομεν κατασθμαίνετε κατασθμαίνουσιν*
SubjunctiveSingular κατασθμαίνω κατασθμαίνῃς κατασθμαίνῃ
Dual κατασθμαίνητον κατασθμαίνητον
Plural κατασθμαίνωμεν κατασθμαίνητε κατασθμαίνωσιν*
OptativeSingular κατασθμαίνοιμι κατασθμαίνοις κατασθμαίνοι
Dual κατασθμαίνοιτον κατασθμαινοίτην
Plural κατασθμαίνοιμεν κατασθμαίνοιτε κατασθμαίνοιεν
ImperativeSingular κατάσθμαινε κατασθμαινέτω
Dual κατασθμαίνετον κατασθμαινέτων
Plural κατασθμαίνετε κατασθμαινόντων, κατασθμαινέτωσαν
Infinitive κατασθμαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατασθμαινων κατασθμαινοντος κατασθμαινουσα κατασθμαινουσης κατασθμαινον κατασθμαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατασθμαίνομαι κατασθμαίνει, κατασθμαίνῃ κατασθμαίνεται
Dual κατασθμαίνεσθον κατασθμαίνεσθον
Plural κατασθμαινόμεθα κατασθμαίνεσθε κατασθμαίνονται
SubjunctiveSingular κατασθμαίνωμαι κατασθμαίνῃ κατασθμαίνηται
Dual κατασθμαίνησθον κατασθμαίνησθον
Plural κατασθμαινώμεθα κατασθμαίνησθε κατασθμαίνωνται
OptativeSingular κατασθμαινοίμην κατασθμαίνοιο κατασθμαίνοιτο
Dual κατασθμαίνοισθον κατασθμαινοίσθην
Plural κατασθμαινοίμεθα κατασθμαίνοισθε κατασθμαίνοιντο
ImperativeSingular κατασθμαίνου κατασθμαινέσθω
Dual κατασθμαίνεσθον κατασθμαινέσθων
Plural κατασθμαίνεσθε κατασθμαινέσθων, κατασθμαινέσθωσαν
Infinitive κατασθμαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατασθμαινομενος κατασθμαινομενου κατασθμαινομενη κατασθμαινομενης κατασθμαινομενον κατασθμαινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοιαῦτ’ ἀλύων ταῖσ ὑπερκόμποισ σαγαῖσ βοᾷ παρ’ ὄχθαισ ποταμίαισ, μάχησ ἐρῶν, ἵπποσ χαλινῶν ὣσ κατασθμαίνων μένει, ὅστισ βοὴν σάλπιγγοσ ὁρμαίνει μένων. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode12)

Synonyms

  1. to pant and struggle against

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION